Στο χείλος του γκρεμού…
Ξέφευγε απ’ τα σύρματα ο τρελός λαγός,
έπεφτε στις λάσπες.
Μίλτος Σαχτούρης
Ο παππούς μου, μια ζωή βιοπαλαιστής και μια ζωή κυνηγημένος, μου έλεγε πάντα πως η απελπισία είναι δειλία – πρέπει να αγωνίζεσαι με νύχια και με δόντια, μέχρι την τελευταία ανάσα. Ήμουν παιδί και τον πίστευα – και τώρα που δεν είμαι παιδί και εκείνος δεν ζει, ακόμα τον πιστεύω. Αλλά τελευταία, όλο και πληθαίνουν γύρω οι γκρεμοί και οι άνθρωποι που στέκονται στο χείλος τους…. Και φοβάμαι, φοβόμαστε όλοι, πως θα έρθει και η σειρά μας να σταθούμε εκεί…
Στο χείλος του (ψυχολογικού, κοινωνικού, οικονομικού) γκρεμού βρίσκονται οι ήρωες των δεκαέξι διηγημάτων του Χρήστου Οικονόμου: κάποιοι ήδη έχουν πέσει και παρακολουθούμε την πτώση τους, κάποιοι αιωρούνται με το ένα πόδι στο κενό, άλλοι ακόμα αντέχουν σφίγγοντας τα δόντια: ”κάτι θα γίνει, θα δεις”, μονολογούν για να πάρουν κουράγιο. Οι γειτονιές όπου ”ζουν” είναι οι λαϊκές συνοικίες του Πειραιά: Καμίνια, Δραπετσώνα, Νίκαια…. Είναι εργαζόμενοι που παλεύουν με στοίβες απλήρωτων λογαριασμών και τράπεζες που παίρνουν σπίτια, άνεργοι που γυρνάνε σαν την άδικη κατάρα και χτυπάνε πόρτες (που δεν ανοίγουν), συνταξιούχοι στις ουρές της ξεφτίλας, έφηβοι που περιφέρονται όπως τ’ αδέσποτα σκυλιά…. Κι όλοι τους, Χριστοί της διπλανής πόρτας, σταυρώνονται – αλλά δεν ανασταίνονται.
Όλα τα διηγήματα, ανεξαιρέτως, είναι αιμάσσοντα κομμάτια αληθινής ζωής. Ο Οικονόμου, με τη δύναμη της γραφής του, τα μετατρέπει σε λογοτεχνία, κατορθώνοντας κάτι εξαιρετικά δύσκολο: να αναδείξει τη σκληρή ομορφιά του ρεαλισμού και τις λυρικές εικόνες που προκύπτουν, κάποτε, από τις οριακές καταστάσεις. Επιλέγω να αναφερθώ συνοπτικά σε τέσσερις από τις ιστορίες του βιβλίου που με συγκίνησαν βαθιά: ο ”Μολυβένιος στρατιώτης”, το ”Ένα αβγό Κίντερ για το παιδί” και το ”Πλακάτ με σκουπόξυλο”, είναι διηγήματα μεγάλης συναισθηματικής φόρτισης και ταυτόχρονα αριστοτεχνικά γραμμένα. Όσο για τον συγκλονιστικό ”Μάο”, το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι δεν ξέρω αν ήταν υπαρκτό πρόσωπο αλλά είναι οπωσδήποτε αληθινός – απ’ όταν διάβασα την ιστορία του, τον είδα πολλές φορές να στοιχειώνει τα βράδια τους άδειους δρόμους, αγκαλιά με τον τυφλό γάτο του…
Το βιβλίο είναι ”ζόρικο” τόσο ως θεματολογία όσο και ως γραφή – σας το λέω και απεκδύομαι πάσης ευθύνης, ώστε να κάνετε την επιλογή σας συνειδητά. Αλλά ταυτόχρονα, είναι και ό,τι καλύτερο έχω διαβάσει στη σύγχρονη, ελληνική πεζογραφία εδώ και πολύ καιρό.