«Χώμα, αέρα, ρίζες κρατάω˙
να φεύγουν τα περιττά λέω`
να μπω στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα.
(Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, «Στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα»)
Η Νίνα Ράπη γράφει θεατρικά τα οποία έχουν βραβευτεί ή παιχτεί στην Αγγλία, στην Πορτογαλία, στην Ινδία και στην Ελλάδα. Επίσης, διηγήματα που έχουν εκδοθεί διεθνώς, καθώς και δοκίμια. Στα Πανεπιστήμια του Λονδίνου και του Γκρίνουιτς έχει διδάξει δημιουργική και θεατρική γραφή. Από τις εκδόσεις Cambridge Univ. Press, Routledge, Mimesis Edizioni κ.ά. κυκλοφορούν μελέτες της για τα έργα της. Μερικά από τα διηγήματα της παρούσας συλλογής, «Κατάσταση φούγκας», είχαν γραφτεί στην αρχή στα αγγλικά και έπειτα μεταφράστηκαν από τη συγγραφέα. Ορισμένα έχουν ήδη δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και ανθολογίες και άλλα εμφανίζονται εδώ πρώτη φορά.
Η «Κατάσταση φούγκας» είναι μια συλλογή από διηγήματα με ερωτικό, υπαρξιακό και κοινωνικό περιεχόμενο. Οι πρωταγωνιστές κινούνται και δρουν προς αναζήτηση της ελευθερίας, της αυτογνωσίας, και γενικότερα της δικής τους αλήθειας, που θα τους φέρει πιο κοντά στην ευδαιμονία. Άνθρωποι που επιχειρούν τη φυγή από τα καθιερωμένα, τα οποία λειτουργούν ως δεσμά μιας ζωής που δεν εγκρίνουν και που εντέλει δεν επιλέγουν: «Όσο μεγάλωνε όμως τόσο περισσότερο αυτό το αφύσικο για εκείνον περιβάλλον τον έπνιγε. Να παλεύει να γίνει αυτό που δεν ήταν. Ζούσε για μια στιγμή της μεγάλης εξόδου» (σελ. 37).
Οι ήρωες της Ράπη ζουν σε μια κατάσταση φυγής από καθετί συνηθισμένο και ψεύτικο, από κάθε συμβιβασμό που θα τους εγκλωβίσει σε μια πραγματικότητα οδυνηρή και ξένη προς το είναι τους. Φεύγουν μακριά από τις κενές φιλοδοξίες που το μόνο που επιτυγχάνουν είναι να τρέφουν και να μεγεθύνουν το εγώ τους, δραπετεύουν από την εύκολη ζωή που δημιουργεί ανθρώπους ρηχούς και άβουλους: «Η ευκολία με κάνει να πλήττω. Τότε αποφάσισε. Ν’ αποφασίσω τι; Τι θέλεις; Έμπνευση ή πατρίδα; Τι θα πει πατρίδα δηλαδή; Πάλι εκεί καταλήγουμε; Ε, μου ’χει κολλήσει.» (σελ. 138), «Όχι, όχι, δεν το μπορώ, αυτή τη μεγέθυνση του τίποτα, όχι, δεν τη χρειάζομαι, την τρώμε στη μάπα κάθε μέρα. Είναι σαν να λες “Γιατί άφησες το παράθυρο ανοιχτό και μπήκε η μύγα;”» (σελ. 100).
Δραπετεύουν από την «αδιαπραγμάτευτη βεβαιότητα»: «Ποιος ξέρει τι θα του έφερνε η απόλυτη ελευθερία στο Παρίσι. Ούτε να το σκεφτεί δεν τολμούσε. Αλλά ούτε και μπορούσε έτσι απλά να γυρίσει σπίτι του. Αυτό που τώρα νοσταλγούσε ήταν συγχρόνως αυτό από το οποίο πάντα ήθελε να δραπετεύσει: η αδιαπραγμάτευτη βεβαιότητα. Η βεβαιότητα, που δεν αφήνει καθόλου χώρο για αυτοολοκλήρωση» (σελ. 44). Άνθρωποι μοναχικοί ή σε ζευγάρια βρίσκονται σε κατάσταση φυγής, αναζητώντας την ουσία πέρα από τα φαινόμενα, την αξία πέρα από τον συμβιβασμό, την αντίδραση πέρα από την υποταγή: «Κλασικό σαπφικό σενάριο. Η απόλυτη προβλεψιμότητα! Μα τι απογοήτευση. Θέλεις ελευθερία, περιπέτεια, ατέλειωτες δυνατότητες, όχι κάποιον άθλιο συζυγικό χαλκά. Μόνο κάτι τέτοιο θα σου τύχαινε με αυτό το “δώρο”, όπως αποκαλύπτεται. Οπότε. Ξύπνα, μάζεψ’ τα και φύγε» (σελ.30).
Η συγγραφέας σε γλώσσα απλή και λιτή δημιουργεί μικρές ιστορίες ανθρώπων συνηθισμένων που όμως βρίσκουν τον τρόπο να ξεχωρίσουν: «Σιγά σιγά συνειδητοποίησε ότι ήταν χορός λέξεων παρόμοιος με αυτόν που είχε ακούσει πιο πριν, μόνο πιο επιτακτικός, και πήγαινε ως εξής: Κάνουν ό, τι κάνουν χωρίς να σκέφτονται, υπακούν τυφλά σε άγραφους κανόνες. Αυτό θέλεις κι εσύ; Τον αδερφό σου άσ’ τον, είναι άλλη φυλή. Αρπακτικά παντού. Θα βρουν τον δάσκαλό τους. Εσύ σε ποιους άγραφους κανόνες υπακούς; Ή μήπως παραιτήθηκες; Να παραιτηθώ από τι, τα εικαστικά; Γιατί, δε γίνεται; Όχι, δε γίνεται. Αλλιώς κόβεις φλέβες. Τι ψάχνεις τέλος πάντων; Να βρω πού ανήκω. Να βρω γιατί δε με εμπνέει τίποτα εδώ. Δύσκολο αυτό» (σελ. 138). Όλοι οι ήρωές της τολμούν και κάνουν τη διαφορά, απεγκλωβίζονται από τις συνήθεις καταστάσεις της σύγχρονης πραγματικότητας, που τους ωθούν να υπηρετούν άλλοτε το ακόλαστο εγώ και άλλοτε μια «αδιαπραγμάτευτη βεβαιότητα».
Μέσω της ανάγνωσης της συλλογής αυτής ο αναγνώστης αναρωτιέται μήπως έχει εγκλωβιστεί σε μια αδιέξοδη κατάσταση, υπηρετώντας το «τίποτα», αδύναμος να δραπετεύσει από αυτό και να διαπεραιωθεί στο «κάτι», που θα του προσφέρει την ελευθερία και την αυτοολοκλήρωση.