«Δεν θέλησα να μάθω, κι όμως έμαθα». Ήδη στις πρώτες πέντε γραμμές του μυθιστορήματος του Μαρίας έχει συμβεί το γεγονός που τον βαραίνει ασυναίσθητα για χρόνια, η αυτοκτονία μιας νέας γυναίκας, της προηγούμενης συζύγου του πατέρα του, που ήταν επίσης η αδερφή της μητέρας του. Μοιραίο γεγονός, προτού ο ίδιος υπάρξει καν σαν σκέψη. Μοιραίο γεγονός, για το οποίο ποτέ δεν ρώτησε, πώς και γιατί.

Το άχθος αυτού του γεγονότος το συνειδητοποιεί ο αφηγητής με ένταση αμέσως μετά τον δικό του γάμο: τον πλημμυρίζουν ανεξήγητα προαισθήματα καταστροφής. Ως εάν ο γάμος καθαυτός να ήταν η πηγή κάποιου κακού, ως εάν με κάποιο αόρατο νήμα ο δικός του γάμος να συνδέεται με εκείνο το παλιό συμβάν, για το οποίο έχει μάθει μονάχα από μισόλογα. Παράλογα και υπερβολικά προαισθήματα, και για εκείνον ακόμα, που θεωρητικοποιεί πως ο γάμος συνιστά και έναρξη και τέλος, μιαν αλλαγή κατάστασης όπου «οι δυο συμβαλλόμενοι απαιτούν μια αμοιβαία κατάργηση ή εκμηδένιση, την κατάργηση εκείνου που ο καθένας υπήρξε και εκείνου που ο καθένας ερωτεύτηκε».

Αυτό για το οποίο ποτέ ως τότε δεν ρώτησε, και ωστόσο έμαθε για αυτό, αποκτά διαστάσεις στο μυαλό του, γίνεται ένα μυστήριο που δεν ξέρει πώς να το χειριστεί. Παγιδεύεται μέσα σ’ αυτό: δεν ξέρει εάν πρέπει πια να ρωτήσει τον πατέρα του, δεν ξέρει αν θέλει να ξέρει. Αυτοεγκλωβίζεται μέσα στο σόφισμα πως «αυτό που δεν λέγεται, δεν υπάρχει», με το σκεπτικό πως η άγνοια ίσως να είναι ασφαλέστερη συνθήκη για εκείνον.

Είναι άλλωστε ένας άνθρωπος με τρομερά οξυμένη αντίληψη, προτέρημα που τον οδήγησε στη δουλειά που κάνει –είναι διερμηνέας– και που καλλιεργείται και οξύνεται ακόμα περισσότερο χάρη -–ή ίσως εξαιτίας–  της δουλειάς αυτής: γιατί είναι δίκοπο μαχαίρι η οξύνοιά του, χρήσιμη σίγουρα στην εργασία του, αλλά κάποτε βασανιστική εκτός αυτής,  αφού δύσκολα καταφέρνει να αφαιρεθεί και να πάψει να μεταφράζει: «όταν ξέρω και επαληθεύω ότι δεν υπάρχει τρόπος, ότι δεν μπορώ να καταλάβω όσο κι αν θέλω κι όσο κι αν προσπαθώ, τότε νιώθω ήσυχος και αμέτοχος και ξεκουράζομαι. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα, δεν είναι στο χέρι μου, είμαι ένας ανίκανος, και τ’ αυτιά μου ξεκουράζονται, το κεφάλι μου ξεκουράζεται, η μνήμη μου ξεκουράζεται, ακόμα και η γλώσσα μου, γιατί αντίθετα, όταν καταλαβαίνω, δεν μπορώ να αποφύγω να μεταφράζω αυτόματα μέσα στο μυαλό μου […]. Συχνά μεταφράζω ακόμα και τις χειρονομίες, τα βλέμματα και τις κινήσεις».

Η πλοκή στο μυθιστόρημα του Μαρίας αναπτύσσεται αργά, σε προτάσεις και παραγράφους που μοιάζουν να μην έχουν τέλος, με ιστορίες μέσα στην ιστορία, παρενθέσεις μέσα σε παρενθέσεις, αλλεπάλληλους παραλληλισμούς και μεταφορές. Ένας τέτοιος παραλληλισμός είναι και πως ο αφηγητής γνωρίζει τη γυναίκα που θα γίνει η σύζυγός του στη δουλειά, αφού εκείνη είναι όχι απλώς διερμηνέας όπως κι ο ίδιος, αλλά η διερμηνέας ασφαλείας του, ή «διερμηνέας – δίχτυ», όπως τους ονομάζουν, εκείνη δηλαδή που επιτηρεί, εάν η διερμηνεία του είναι επαρκώς ορθή. Η Λουίσα ήδη στην πρώτη τους συνάντηση, όπως και μετέπειτα, στη συζυγική τους ζωή, θα αποδειχθεί πως είναι το δίχτυ ασφαλείας του, διακρίνοντας με αλάθητο κριτήριο πόση ακρίβεια χρειάζεται στη μετάφραση και ποια ιστορία πρέπει να ειπωθεί. Πώς η ίδια αλήθεια που για κάποιον στάθηκε θανατηφόρα, για κάποιον άλλο θα υπάρξει απελευθερωτική.

Το «Καρδιά τόσο άσπρη» γράφτηκε το 1991 και ήταν το μυθιστόρημα που έκανε διεθνώς γνωστό τον Χαβιέρ Μαρίας, που μετρούσε ήδη τότε είκοσι χρόνια συγγραφικής σταδιοδρομίας. Στην Ισπανία ο Χαβιέρ Μαρίας παρέμεινε ακόμα και έπειτα από αυτή την επιτυχία για ένα διάστημα «ο νεαρός Μαρίας»: ο μεγάλος ήταν ο πατέρας του, Χουλιάν, φιλόσοφος και συγγραφέας. Ο Χαβιέρ Μαρίας αναφερόταν τα τελευταία χρόνια ως μόνιμος υποψήφιος για το Νόμπελ Λογοτεχνίας, χωρίς ποτέ να του απονεμηθεί τελικά το βραβείο. Τα βιβλία του, σε κάθε περίπτωση, θεωρούνται ήδη σύγχρονα κλασικά. Η τελευταία του στήλη για το κυριακάτικο φύλλο της “El Pais”, με τον αριθμό 939, δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατό του, τον Σεπτέμβριο του 2022, με τίτλο «Η πιο αληθινή αγάπη για την τέχνη: χωρίς αμφιβολία μια από τις πιο σημαντικές εργασίες στον κόσμο είναι αυτή της μετάφρασης» – μια ακόμα αναφορά σε ένα θέμα που τον απασχόλησε και στο «Καρδιά τόσο άσπρη», το βιβλίο που τον καθιέρωσε: τους διαμεσολαβητές ανάμεσα στις γλώσσες.