«Ολόκληρο το μεσημέρι του Σαββάτου, το αφιέρωσα στην προσαρμογή του σαλονιού και του χολ. Ξεπακετάρισα τα δέματα, συναρμολόγησα τα καινούργια έπιπλα και τα τοποθέτησα. Με κάθε κομμάτι που γώνιαζα, ένα γνώριμο αίσθημα με πλημμύριζε: η αίσθηση της σταδιακής συμπλήρωσης ενός παζλ. Ένα καινούργιο σκηνικό στηνόταν αργά, μια θεατρική σκηνή πανομοιότυπη με το ρετιρέ. Συνέχισα το απόγευμα με το γραφείο, το βράδυ με το υπνοδωμάτιο και την κουζίνα, κι αρκετές ώρες μετά, περασμένες δύο, κατέβηκα στον δρόμο και άφησα δίπλα στον κάδο των απορριμμάτων όσα αντικείμενα από το παλιό μου σπίτι περίσσευαν. Γύρισα κι έπεσα ξεθεωμένος για ύπνο, Κοιμήθηκα κι ονειρεύτηκα φίδια που άλλαζαν πουκάμισο» (σελ. 125-26)

Ο Γιώργος Κούβας γεννήθηκε το 1974 στην Κόρινθο. Σπούδασε ηλεκτρολόγος μηχανολόγος στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και έκανε μεταπτυχιακά στη διοίκηση επιχειρήσεων. Από το 2011 ζει στην Ελβετία, όπου εργάζεται ως σχεδιαστής καινοτόμων ιατρικών συσκευών. Το 2017 εντάχθηκε στην επιστημονική ομάδα του κέντρου Wyss στη Γενεύη, που υποστηρίζει την ανάπτυξη εφαρμογών νευροτεχνολογίας για ασθενείς με νευρολογικές διαταραχές. Το «Καρμπόν» είναι το πρώτο του μυθιστόρημα.

Το βράδυ ενός σεισμού, ο Άρης Κοντός, μονταδόρος επίπλων, αποκτά το χάρισμα της διαπεραστικής ακοής. Μπορεί πλέον να ακούσει τα πάντα, ακόμα και τον πιο ανεπαίσθητο θόρυβο. Στην αρχή η εμβοή τού προκαλεί πονοκέφαλο, σύντομα όμως βρίσκει τον τρόπο να εκμεταλλευθεί την κατάστασή του για να παρακολουθήσει όσα συμβαίνουν στο ρετιρέ, ακριβώς πάνω από το δικό του διαμέρισμα, όπου μένει ένας ζωγράφος, ο Φίλιππος Ροδόπουλος, τον οποίο συναντά για πρώτη φορά εκείνο το βράδυ του σεισμού στις σκάλες.

Ο Άρης είναι ένας μοναχικός εργένης, που θεωρεί τον εαυτό του «ελαττωματικό». Έχει μεγαλώσει στη Σπάρτη, όπου μένουν ακόμα οι γονείς του, κι έχει μια αδελφή με την οποία δεν είχε ποτέ ιδιαίτερα στενή σχέση. Αναπολεί συχνά τον Αλεξανδρινό παππού του, ο οποίος πάντοτε του συμπεριφερόταν όπως σε ένα κανονικό παιδί και από τον οποίο έμαθε πολλά πράγματα. Παρακολουθώντας, καταγράφοντας και αντιγράφοντας τελικά τις κινήσεις και τις συνήθειες του Ροδόπουλου, θα υπερβεί τον εσωστρεφή εαυτό του, θα τολμήσει να κάνει πράγματα που πάντα επιθυμούσε, μέχρι και ζωγράφος διά της ακοής θα γίνει – και μάλιστα καλύτερος από τον γείτονά του, σύμφωνα με τη Νανά, που είναι μοντέλο και μία από τις ερωμένες του ζωγράφου, και τον βλέπει μια μέρα τυχαία να κουβαλά τον πρώτο του πίνακα. Όμως όλα μοιάζουν να έχουν ένα τέλος  – ή, μήπως, μια καινούρια αρχή;

Το «Καρμπόν» είναι ένα μυθιστόρημα που κρατά το ενδιαφέρον του αναγνώστη μέχρι το τέλος: ο συγγραφέας παρουσιάζει τον ήρωά του να αφηγείται εκ των υστέρων ό,τι έχει συμβεί∙ κατά καιρούς μάς «υπενθυμίζει» πού βρίσκεται τώρα ο αφηγητής, εντείνοντας το σασπένς για το τι πρόκειται να συμβεί όταν επιστρέψουμε στον χρόνο της αφήγησης. Ο ήρωας σκιαγραφείται ικανοποιητικά, όπως και το alter ego του∙ η περιγραφή των εξωτερικών και των εσωτερικών χώρων, όπως και η τοποθέτηση της δράσης στο κέντρο της πόλης καθιστούν την αφήγηση αρκετά αληθοφανή. Επιπλέον, ο λόγος του ρέει άνετα, δεν πλεονάζει. Πολύ βοηθητική για την παρακολούθηση της πλοκής βρήκαμε τη διάκριση των κεφαλαίων και ευφυείς όλους τους επιμέρους τίτλους.

Ως πρώτο λογοτεχνικό έργο θα λέγαμε ότι η προσπάθεια του Γιώργου Κούβα είναι αρκετά καλή, με δεδομένη και τη δυσκολία του θέματος, και θα περιμέναμε σε μια επόμενη να προχωρήσει σε περισσότερο βάθος τους προβληματισμούς του.