Ο Κούρτσιο Μαλαπάρτε (ψευδώνυμο του Κουρτ Έριχ Σούκερτ) γεννήθηκε το 1898 στο Πράτο της Τοσκάνης από Λομβαρδή μητέρα και Γερμανό πατέρα. Υπηρέτησε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μετά το τέλος του οποίου άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος, ενώ υπήρξε ενεργό μέλος του Φασιστικού Κόμματος από το 1922. Αποστασιοποιήθηκε από το φασισμό στις αρχές της δεκαετίας του 1930, εξορίστηκε στο ιταλικό νησί Λίπαρι (1933-38) και φυλακίστηκε ξανά το 1938, 1939, 1941 και το 1943.  Κάλυψε το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ως ανταποκριτής της Corriera della Sera στο Ανατολικό Μέτωπο. Μετά το τέλος του πολέμου έγινε μέλος του Κομουνιστικού Κόμματος, ενώ μετά την εγκαθίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (1949), έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το μαοϊσμό. Πέθανε από καρκίνο των πνευμόνων το 1957.  Κέρδισε τη διεθνή αναγνώριση με τα μυθιστορήματά του «Καπούτ» (1944) και «Το δέρμα» (1949).

Στο «Καπούτ», ο Μαλαπάρτε διατρέχει, με τη στολή του Ιταλού αξιωματικού, τα μέτωπα της Ρωσίας, την Ουκρανία, τη Βεσσαραβία, τη Μολδαβία, τη Ρουμανία. Παρευρίσκεται σε συνάξεις και συμπόσια ναζιστών, πληρεξουσίων υπουργών [πρεσβευτών] και κυβερνητικών αξιωματούχων στην Πολωνία, στη Φινλανδία και στην Ιταλία. Είναι στη διάρκεια αυτών ακριβώς των συναντήσεων, στα διαλείμματα πλουσιοπάροχων γευμάτων και της κατανάλωσης μεγάλων ποσοτήτων ακριβού κρασιού, στο ενδιάμεσο λιγότερο ή περισσότερο ανάλαφρων συζητήσεων για την έκβαση του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, παρουσία ανδρών και γυναικών της ανώτερης κοινωνικά τάξης, που διηγείται τις πιο φρικιαστικές ιστορίες: των Ρώσων αιχμαλώτων που έφαγαν τους (νεκρούς) συντρόφους τους στο Σμολένσκ, των αλόγων που έπεσαν στα νερά της παγωμένης λίμνης Λάντονγκα για να γλιτώσουν από τη φωτιά, του πογκρόμ των εβραίων στο Ιάσιο, των σκυλιών με το σακίδιο τα εκρηκτικά στη ράχη που εξαπέλυαν οι Ρώσοι για να χωθούν κάτω από τα εχθρικά τεθωρακισμένα, ενός πανεριού με ανθρώπινα μάτια που «δώρισαν» οι στρατιώτες του στον Κροάτη στρατηγό Άντε Πάβελιτς. Δεν είναι τυχαίο που τα έξι μέρη στα οποία χωρίζεται το βιβλίο φέρουν ονόματα ζώων, τρωκτικών, πτηνών ή εντόμων (Τα άλογα, τα ποντίκια, τα σκυλιά, τα πουλιά, οι τάρανδοι, οι μύγες), σαν μόνο αυτά να παραμένουν αγνά σε αυτό το αιματοκύλισμα, στην έσχατη ηθική κατάπτωση των ανθρώπων, όχι μόνο στα μέτωπα του πολέμου αλλά και στα μετόπισθεν. Μοιάζει σαν ο Μαλαπάρτε να παίρνει το λόγο σ΄ αυτά τα ανούσια και εκνευριστικά συμπόσια για να πει ό,τι οι στρογγυλεμένες κουβέντες και η πεποίθηση για την υποτιθέμενη ανωτερότητα κάποιων φυλών έναντι των άλλων κρύβουν επιμελώς – και να καταγγείλει, χωρίς καμία ψευδαίσθηση ότι θα εισακουσθεί, την επικράτηση της βαρβαρότητας.

Το ύφος του συγγραφέα είναι περιγραφικό: κοφτό και κυνικό στην αφήγηση των ιστοριών, λυρικό και ποιητικό στις περιγραφές της φύσης. Στο βιβλίο υπάρχουν πολλοί διάλογοι: στα γαλλικά κυρίως, αλλά και στα αγγλικά, τα γερμανικά, τα ρουμανικά, τα φινλανδικά που μεταφράζονται σε υποσημειώσεις στο κάτω μέρος της σελίδας, ώστε να είναι κατανοητοί  από τους αναγνώστες. Υπάρχουν ορισμένοι δευτερεύοντες ήρωες, πρόσωπα που παρίστανται σε περισσότερες από μία συνάξεις και για τα οποία ο συγγραφέας τρέφει κάποια συμπάθεια, όπως ο πληρεξούσιος υπουργός της Ισπανίας του Φράνκο στη Φινλανδία, κόμης Αγκουστίν ντε Φοξά, που, όπως διαβάζουμε στο πρώτο κείμενο των «Αυτοβιογραφικών τεκμηρίων» που δημοσιεύονται μετά το τέλος του μυθιστορήματος, καταφέρνει να σώσει τελικά, παρά τις αρχικές αντιρρήσεις του, κάποιον Ισπανό «κόκκινο», αιχμάλωτο πολέμου. Το τελευταίο κεφάλαιο συνοψίζει, ίσως, αυτά που έζησε ο Μαλαπάρτε ή θα ήθελε να διηγηθεί: μετά την αποφυλάκισή του, στις 7 Αυγούστου 1943, και περνώντας από τη Νάπολη, καθ΄οδόν προς το σπίτι του στο Κάπρι, ενώνεται με ένα πλήθος αναξιοπαθούντων, «ξεγοφιασμένων, σακάτηδων, κουτσών, καμπούρηδων, κουλών» (σελ. 605), ακρωτηριασμένων και στα δύο πόδια, που κατευθύνεται σε μια σπηλιά για να προστατευθεί από τους βομβαρδισμούς. Κι εκεί, σαν κάτι μαγικό να συμβαίνει ξαφνικά, ξαναβρίσκει τη ζωντάνια (και την ανθρωπιά) της πόλης που γνώριζε κι ακούει μια λέξη, «γαίμα», που ηχεί πολύ ευλαβικά στα αυτιά του παρά το τρομερό της περιεχόμενο. Είναι ο κόσμος που, έπειτα από τέσσερα χρόνια πολέμου, έπειτα από τόσες κακουχίες και θάνατο, τρέχει στον Καθεδρικό γιατί έχει κυκλοφορήσει η φήμη ότι μια βόμβα γκρέμισε την κρύπτη όπου φυλάσσονται  οι δύο θήκες με το θαυματουργό αίμα του Αγίου Ιανουαρίου. Τελικά, λέει ένας άνδρας στο καφενείο όπου καταφεύγει ο Μαλαπάρτε για να πιει λίγο νερό, «τον πόλεμο τον κέρδισαν οι μύγες».

Κατατοπιστικός ο πρόλογος του Αναστάση Βιστωνίτη και πολύ καλή η μετάφραση του Παναγιώτη Σκόνδρα που είχε να αντιμετωπίσει πολλές δυσκολίες, μεταξύ των οποίων και η απόδοση των ονομάτων και των τοπωνυμίων, αλλά και η τοποθέτηση των γεγονότων στο ιστορικό τους πλαίσιο.