«Ότι υπήρχε περίπτωση να μετακομίσουμε και μάλιστα στην Αθήνα, το ήξερα. Ο πατέρας μου είχε μια πολύ καλή πρόταση για δουλειά […] Ότι θα μετακομίζαμε, όμως, στη φωλιά το λύκου κι ότι θα πήγαινα γυμνάσιο σε ένα σχολείο όπου όλα θα έμοιαζαν εχθρικά απέναντί μου, δεν το περίμενα.»

Έτσι αρχίζει την αφήγησή του ο Γιάννης, ο έφηβος από την Άνω Τούμπα, ο φανατικός οπαδός του ΠΑΟΚ που αναγκάζεται να μετακομίσει στον Πειραιά και να πάει σχολείο στη «φωλιά του λύκου», δηλαδή των οπαδών του Ολυμπιακού. Η αφήγηση του Γιάννη εναλλάσσεται με τη φωνή μιας κοπέλας που αφηγείται τις σκέψεις της καθώς άκουγε την ιστορία του Γιάννη σε ένα παγκάκι, ένα απόγευμα στο Πασαλιμάνι. Έχουμε λοιπόν δυο φωνές και δυο χρόνους αφήγησης: τη γραμμική εξέλιξη της ζωής του Γιάννη από τα παιδικά στα εφηβικά του χρόνια και την εκ των υστέρων αφήγηση του κοριτσιού που γνωρίζει την εξέλιξη και κατάληξη της ιστορίας. Αυτή η στρατηγική κάνει το βιβλίο εξαιρετικά ενδιαφέρον. Δίνει στον συγγραφέα τη δυνατότητα να αφήσει υπαινιγμούς για το τέλος, μέσα από τη φωνή της κοπέλας και κυρίως να φωτίσει τα γεγονότα μέσα από δυο διαφορετικούς κόσμους: τον αγορίστικο κόσμο των φανατικών οπαδών των γηπέδων και τον κόσμο των κοριτσιών που ξέρουν να στοχάζονται, να προβληματίζονται, να ερωτεύονται και να κατανοούν τα συναισθήματα των άλλων.

Ο Γιάννης όμως δεν είναι ένας μονοδιάστατος χαρακτήρας. Είχε ήδη αρχίσει να ξεφεύγει από τον κόσμο της μπάλας, που έπαιζε καθοριστικό ρόλο στη ζωή του στο δημοτικό. Είχε αντιληφθεί πώς διαβρώνει ο φανατισμός και ο εγωισμός τις σχέσεις μεταξύ των αγοριών. Κανένα πνεύμα συνεργασίας, αλληλεγγύης ή ομαδικότητας. Ο καθένας για τον εαυτό του, για την αυτοπροβολή του και για τη φανέλα. Ο Γιάννης είχε βιώσει την περιφρόνηση των συμμαθητών του και την απότομη αποθέωσή του όταν έσωσε την ομάδα του σε έναν μαθητικό αγώνα ποδοσφαίρου. Είχε κατανοήσει ότι αληθινές σχέσεις δεν χτίζονταν σε αυτή τη βάση. Είσαι το πόσο καλά κλωτσάς τη μπάλα. Όταν, μπαίνοντας στην εφηβεία, άρχισε να ανακαλύπτει τον κόσμο της μουσικής και να αναπτύσσει άλλα ενδιαφέροντα και ευαισθησίες, ήρθε η μετακόμιση. Να αφήσεις φίλους και σχολείο και γειτονιά και να βρεθείς ολότελα ξένος σε ένα «εχθρικό»  περιβάλλον σε αυτή την ηλικία που αναζητάς τον εαυτό σου είναι κάτι δύσκολο. Η αντίδραση ήταν να αναδιπλωθεί πίσω σε αυτό που ήξερε παιδί: τη μεγάλη οικογένεια του ΠΑΟΚ. Στον εν Αθήναις όμως σύλλογο των οπαδών του ΠΑΟΚ ανακαλύπτει ότι η θρησκεία της ομάδας κρύβει και μια μάλλον ύποπτη εθνικιστική ιδεολογία. Ο Γιάννης μπλέκει σε σκληρές και άγριες καταστάσεις. Διαβάζοντας μας έρχεται να του φωνάξουμε «φύγε επιτέλους, φύγε από κει, αφού εσύ διαφέρεις, αφού βλέπεις». Και πράγματι θα μας δικαιώσει ο ήρωας. Αλλά ο κόσμος των φανατικών είναι μάλλον πιο σκληρός, απάνθρωπος, τυφλός και απρόβλεπτος από όσο μπορούμε να φανταστούμε.

Στην προμετωπίδα του βιβλίου ο συγγραφέας σημειώνει: «Φίλε αναγνώστη. Αν δεν μπορείς να βγάλεις την οπαδική σου φανέλα, καλύτερα να μην προχωρήσεις άλλο.» Κι όμως το βιβλίο αυτό είναι για όλους τους έφηβους, αλλά κυρίως για αυτούς που δεν μπορούν να βγάλουν τις παρωπίδες τους.

Ο Φίλιππος Μανδηλαράς έχει γράψει πολλά βιβλία για παιδιά, μικρά και μεγάλα, ένα μυθιστόρημα φαντασίας («Νίκη, ή αυτό που φαίνεται κι αυτό που είναι») και μια συλλογή διηγημάτων για νέους («Τα Μπανανόψαρα»). Όπως ο ίδιος σημειώνει στο βιογραφικό του σε αυτό το βιβλίο, «προσπαθεί να μην ανήκει». Είναι γνωστός επίσης για τα ωραία εκπαιδευτικά προγράμματα που σχεδιάζει και εμψυχώνει για παιδιά.