«Αλλά δεν γινόταν να κάνουμε αυτή τη βόλτα, δεν μπορούσαμε. Πήγαμε πολλές φορές εκεί μαζί –και στο ναυτικό μουσείο που ήταν πάνω στο καράβι, και μέσα στο δάσος και στα εστιατόρια– αλλά δεν ήμασταν εμείς, γιατί εμείς είχαμε μείνει κάπου πίσω όταν αδειάζαμε το τελευταίο μας σπίτι στην Αθήνα και έπρεπε να διαλέξουμε τι να κρατήσουμε, τι να χαρίσουμε, τι να πετάξουμε και τι να πουλήσουμε, και τότε, κάπου χωρίς να το καταλάβουμε, πετάξαμε κι εμάς.» (σελ. 90)

Ο Βαγγέλης είναι ένας νέος άνδρας που έχει μεταναστεύσει με τη γυναίκα του, τη Μάρω, στο Γκντανσκ της Πολωνίας. Η γυναίκα του εργάζεται ως γιατρός και ο ίδιος αναζητά εργασία. Είναι πρώην δημοσιογράφος, η απόλυσή του από την εφημερίδα όπου δούλευε και όπου είχε φιλοδοξίες για επαγγελματική ανέλιξη, ήταν ένα μεγάλο πλήγμα που τον καταρράκωσε ψυχολογικά. Όταν ένα πτώμα «προσγειώνεται» στην ταράτσα της πολυκατοικίας τους και, λίγο αργότερα, το πτώμα ενός άλλου, μεγαλύτερου σε ηλικία άνδρα «πέφτει από τον ουρανό» σε κοντινή απόσταση (και το πτώμα ενός τρίτου πέφτει, με τον ίδιο τρόπο, κοντά στο αεροδρόμιο Σαρλ ντε Γκολ του Παρισιού), ο νέος άνδρας σκέπτεται πως ίσως είναι η κατάλληλη ευκαιρία για επανεκκίνηση στη ζωή του. Εξαρχής πιστεύει πως οι τρεις θάνατοι συνδέονται μεταξύ τους. Το πώς, θα προσπαθήσει να το προσδιορίσει, αρχίζοντας να ψάχνει την ιστορία του πιο γνωστού από τους τρεις, του δεύτερου άνδρα, πρώην φωτογράφου μόδας και τώρα αθλητικών γεγονότων, του Αμερικανού Ρέι Πάρκερ, 71 ετών.

Παρακολουθούμε τον πρωτοπρόσωπο αφηγητή να ανατρέχει με φλας μπακ στη ζωή του, στη γνωριμία και στον γάμο του με τη Μάρω, και την καθημερινότητά του, τις δραστηριότητες και τις ασχολίες του στο παρόν: τη φιλία του με τη νεαρή Αγκάτα, μητέρα ενός αγοριού μερικών μηνών, τους περιπάτους του στην πόλη και τη συνάντησή του με έναν παλιό γνώριμο και κάποτε φίλο του ζευγαριού, πρώην μεσίτη, που τους είχε κλέψει χρήματα προτού εξαφανιστεί. Αυτός ο τελευταίος θα έχει μάλιστα σημαντικό ρόλο και θα οδηγήσει τον Βαγγέλη κοντά στο έγκλημα. Καθώς εξελίσσεται η ιστορία και η έρευνά του για τον Ρέι, αντιλαμβανόμαστε ότι ο κεντρικός ήρωας απομακρύνεται από αυτό που ήταν μέχρι τότε: δεν ξέρουμε αν πρόκειται απλώς για μια εξέλιξη του χαρακτήρα του ή για μια παραίτηση που γίνεται όλο και πιο βαθιά (ακόμα και η γλώσσα που χρησιμοποιεί αλλάζει). Θα λέγαμε ότι γίνεται «κάποιος άλλος», μέχρι να ολοκληρωθεί ο κύκλος και να ξαναγυρίσει στην αφετηρία αυτού του αλλόκοτου ταξιδιού που ο ίδιος προκάλεσε. Και τότε ίσως γράψει το ρεπορτάζ που πιστεύει πως θα του ξαναδώσει το στάτους που θεωρεί ότι έχασε με την απόλυσή του.

Το βιβλίο του Ιάκωβου Ανυφαντάκη διαβάζεται με αμείωτο ενδιαφέρον. Σχεδόν όλες οι εμβόλιμες αναφορές, είτε αυτές αφορούν το παρελθόν είτε το παρόν του κεντρικού ήρωα, είναι πολύ επιτυχημένες. Μοιραία, ίσως, ο Βαγγέλης χάνει όλα τα ηθικά του ερείσματα∙ αν αυτή είναι η αναπόφευκτη μοίρα ενός looser, όπως αυτοπροσδιορίζεται, ας το αποφασίσει ο αναγνώστης. Πάντως το τρίτο βιβλίο του συγγραφέα είναι μάλλον και το καλύτερό του.