Η καλύβα του τρόμου

«Δραπέτευσες. Αλλά ο εφιάλτης σου μόλις άρχισε.»

Δύο παιδιά που λειτουργούν σαν ρομποτάκια, προγραμματισμένα να εκτελούν το καθημερινό ημερήσιο πρόγραμμα κατά γράμμα, χωρίς ούτε μία, στο ελάχιστο, απόκλιση. Μαζί και η μαμά τους. Όλα λειτουργούν υπό αυστηρούς κανόνες: οι ώρες των γευμάτων, της τουαλέτας, της μελέτης, του ύπνου. Σε περίπτωση ανυπακοής «ο θεός», αυτός που φτιάχνει τη μέρα και τη νύχτα μέσα στην καλύβα, θα τους τιμωρήσει με παραδειγματικό και σκληρό τρόπο.

Δύο παιδιά που όλη τους τη ζωή την έχουν ζήσει μέσα σε μια καλύβα στο δάσος σε συνθήκες απόλυτου εγκλεισμού, φυλακισμένα, και αυτό πιστεύουν ότι είναι φυσιολογική ζωή.

Μέχρι που μια μέρα, η μητέρα κατορθώνει να δραπετεύσει. Και τότε ξεκινάει ο πραγματικός εφιάλτης. Στη ζωή όλων έρχονται τα πάνω κάτω, καθώς καλούνται να βγουν έξω, στον καθαρό  αέρα και στον αληθινό κόσμο και να ζήσουν σ’ αυτόν, κάτι ιδιαίτερα δύσκολο για όλους τους, καθώς, εκτός της προσαρμογής τους σε αυτόν, πρέπει να έρθουν αντιμέτωποι με τα ψυχικά τραύματα και το σοκ που υπέστησαν κατά την παραμονή τους στην καλύβα και να τα αντιμετωπίσουν.

4.825 μέρες αγωνίας, 4.825 μέρες αδιάκοπου ψαξίματος, 4.825 μέρες αναζήτησης. Δεκατέσσερα σχεδόν χρόνια απ’ όταν η Λένα Μπεκ, 23 χρονών τότε, εξαφανίστηκε και οι γονείς της ακόμη ελπίζουν σε ένα θαύμα, ότι η κόρη τους ζει – ή τουλάχιστον ελπίζουν να μάθουν τι της συνέβη το βράδυ εκείνο που εξαφανίστηκε.

Η αφήγηση πραγματοποιείται μέσω τριών διαφορετικών φωνών∙ της Άννας, ενός από τα παιδιά, του Ματίας, πατέρα της Λένας, και της «Λένας», της φυλακισμένης μητέρας. Τρεις παράλληλες αφηγήσεις δοσμένες από διαφορετική οπτική, που αλληλοσυμπληρώνονται και βάζουν αρκετά από τα κομμάτια του παζλ στη θέση τους. Κομμάτια που όμως δεν ταιριάζουν μεταξύ τους. Καθένας τους σκέφτεται, νιώθει και μιλάει σύμφωνα με τον τρόπο που αντιλαμβάνεται τον κόσμο κι έτσι ο αναγνώστης αποκτάει σφαιρική γνώση της κατάστασης – που όσα περισσότερα αποκαλύπτονται, τόσο πιο αποτρόπαια και ανατριχιαστική μοιάζει.

Το ψυχολογικό θρίλερ Καλό μου παιδί είναι το πρώτο μυθιστόρημα της Γερμανίδας Romy Hausmann. Κλειστοφοβικό, ανατριχιαστικό, τρομαχτικό και, εντέλει, ανατρεπτικό. Με ψυχολογικές προεκτάσεις και ζημιά  ανυπολόγιστης εμβέλειας για τους χαρακτήρες του. Με μικρά, κυρίως, κεφάλαια, στακάτη γραφή, κοφτό ρεαλιστικό λόγο. Ακροβατώντας μεταξύ λογικής και παράνοιας, κανείς δεν γνωρίζει μέχρι τέλους τι είναι πραγματικό και τι ανήκει στη σφαίρα της «τρέλας».