Greekery

Ο όρος greekery σήμαινε σε παλαιότερες εποχές στα αγγλικά, την απατεωνιά, το κλέψιμο στα χαρτιά κυρίως. Πιθανόν οι Έλληνες να είχαν φήμη ως χαρτοκλέφτες τότε ή απλά να ήταν σεσημασμένα «χαρτόμουτρα», αν και μου φαίνεται πιο πιθανή η εκδοχή να αναφέρεται ο όρος στη διαχρονική ικανότητα των Ελλήνων (βλέπε Οδυσσέας…) να στήνουν «μηχανές» και να ξεγελούν τους αντιπάλους τους. Όπως και να έχει, ο όρος είναι νομίζω ταιριαστός ως τίτλος σε ένα κείμενο για το δεύτερο, πολυαναμενόμενο για όσους διαβάσαμε τα «Φίδια στον Σκορπιό», νουάρ μυθιστόρημα του Κώστα Μουζουράκη: και γιατί ο βασικός του ήρωας είναι ένας νεαρός επαγγελματίας χαρτοκλέφτης που θα πιαστεί όμως «κορόιδο της τράπουλας» και γιατί τα χαρτιά και η κουλτούρα τους καθώς η ψυχολογία των παικτών, είναι το μοτίβο πάνω στο οποίο δομεί την αφήγησή του, αλλά και γιατί η διαπλοκή και η απατεωνιά που διαπερνά σχεδόν ολόκληρη την ελληνική κοινωνία σαν βέλος δηλητηριώδες, είναι βασικό στοιχείο και της πλοκής και του σκηνικού στο οποίο αυτή διαδραματίζεται.

Η δομή της αφήγησης είναι ιδιαίτερη, λόγω του προσωπικού στιλ γραφής του Κώστα Μουζουράκη, οπότε θα πω εδώ μόνο τα βασικά για την πλοκή διότι κρίνω ότι ο αναγνώστης πρέπει να ακολουθήσει το νήμα όπως ακριβώς το ξετυλίγει ο συγγραφέας. Η χαρτοπαιξία ως πάθος, τρόπος ζωής αλλά και φιλοσοφία για τη ζωή (ναι, είναι και αυτό), η νεοελληνική οικονομική διαφθορά από τη χρυσή εποχή της δεκαετίας του ’80 έως τη σημερινή των ισχνών αγελάδων, μια εξαφάνιση, ένας εκβιασμός και ένα συμβόλαιο θανάτου… αυτά στήνουν το τραπέζι, με μπαλαντέρ έναν ανοιχτό λογαριασμό από τον Εμφύλιο. Και επιπλέον σε αυτό το δυσοίωνο τραπέζι, ο πρωταγωνιστής τραβά εξαρχής κακό χαρτί…

Οι συνέπειες των όσων συμβαίνουν στο χαρτοπαικτικό τραπέζι στην αρχή του βιβλίου, θα οδηγήσουν τον Άρη σε ένα σχεδόν έρημο χωριό της περιοχής των Μεγάρων. Εκεί θα συναντήσει τρία ιδιόρρυθμα γερόντια, κολλητούς φίλους μεταξύ τους και επίσης χαρτοπαίκτες: ο καθένας από αυτούς κουβαλάει και μια ιστορία ζωής μυθιστορηματική που δεν έχει πού να την ακουμπήσει καθώς βαδίζει προς το βιολογικό του τέλος. Ακουμπούν λοιπόν τις ιστορίες τους στον Άρη, τον υιοθετούν κατά κάποιον τρόπο, και από ένα σημείο και μετά οι ζωές όλων συνδέονται, περιπλέκονται και οδηγούνται σε ένα δραματικό και αιματηρό φινάλε.

Ξεχώρισα από το πρώτο του μυθιστόρημα τον Κώστα Μουζουράκη, και γιατί κατά τη γνώμη μου η γραφή του είναι δυνατή και ντρέτα, χωρίς φιοριτούρες, προσπάθεια επίδειξης γνώσεων και εντυπωσιασμού, αλλά και γιατί το είδος που επέλεξε -το νουάρ με το βλέμμα στραμμένο στην κοινωνία, όχι στο ποιος έκανε το φόνο-, είναι το είδος του αστυνομικού που αγαπώ. Και εκτιμώ ότι τα πρότυπά του βρίσκονται στο γαλλικό Neo-Polar, το «νέο» γαλλικό αστυνομικό μυθιστόρημα που γεννήθηκε μέσα από τον Μάη του ’68 με προεξέχοντα τον αγαπημένο μου Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ. Τον ξεχώρισα όμως και για έναν ακόμα λόγο: όχι μόνο γιατί είναι της γενιάς μου (κι άλλοι πολλοί και αξιόλογοι είναι), αλλά γιατί συναντώ στα βιβλία του καταστάσεις, σκηνικά, ιστορίες, μουσικές ακόμα και εμβληματικά περίπου πρόσωπα της Αθήνας, που μου είναι οικεία, πιο σωστά αποτελούν εικόνες και κομμάτια και της δικής μου ζωής. Αυτό το στοιχείο το οποίο προφανώς δεν είναι αντικειμενικό αλλά υποκειμενικό, για μένα σημαίνει πολλά. Διότι έχω βαρεθεί να διαβάζω κείμενα πραγματικά καλά από κάθε άποψη, αλλά που μοιάζουν να απευθύνονται στους κατοίκους ενός παράλληλου σύμπαντος οι οποίοι ουδεμία σχέση έχουν με την κοινωνική πραγματικότητα.

Για να ξαναγυρίσω στο βιβλίο, θεωρώ ότι ο συγγραφέας χειρίζεται εξαιρετικά καλά το ατού της χαρτοπαιξίας, με την έννοια του παιχνιδιού, της τύχης αλλά και της πονηριάς ή απατεωνιάς, όπως και τους μύθους της κουλτούρας της: η επιλογή του να χτίσει την πλοκή του πάνω σε αυτό το μοτίβο ήταν επιτυχής. Στα υπέρ, και οι δύο δυνατές γραμμές αφήγησης από το παρελθόν του Καπετάνιου (του ενός από τους τρεις ηλικιωμένους) που περιλαμβάνουν μια ολοζώντανη απόδοση της παραδοσιακής ζωής των Σαρακατσαναίων (ο τρόπος οργάνωσης της κοινωνίας τους, η ιστορία για τον δαίμονα Νταούτη που σκοτώνει τα ζωντανά κ.ά. είναι πρώτης ποιότητας υλικό), αλλά και μια ανατριχιαστική ιστορία από τα χρόνια του Εμφυλίου, η οποία όπως μας λέει ο συγγραφέας βασίζεται σε αληθινά γεγονότα. Η σφιχτή δομή της αφήγησης τού ξεφεύγει νομίζω μόνο σε ένα σημείο, παραθέτοντας πάρα πολλή πληροφορία για τις σχέσεις ιταλικής και ελληνικής μαφίας, παραπάνω από όση ίσως μπορεί να επεξεργαστεί ο μέσος αναγνώστης.

Εκτιμώ επίσης ότι ο συγγραφέας άφησε σκοπίμως τον βασικό ήρωα, τον νεαρό Άρη, πιο πίσω ως χαρακτήρα – κατά κάποιο τρόπο στο ημίφως, αναδεικνύοντας σε πρωταγωνιστές τους τρεις ηλικιωμένους, πιθανόν ως  φόρο τιμής σε αυτή τη γενιά που φεύγει. Όσο για το τέλος, ήταν ακριβώς αυτό που έπρεπε να είναι, το σωστό «κλείσιμο» για τη συγκεκριμένη ιστορία. Με το δεύτερο συγγραφικό βήμα του ο Κώστας Μουζουράκης πατά πια γερά και δείχνει να έχει βρει το δρόμο και τον τρόπο. Και το καλύτερο: έχει πολλά ακόμα να δώσει.

Αν και «Κακό χαρτί», μην πάτε πάσο. Διαβάστε τον οπωσδήποτε.