Τέσσερις αφηγήσεις συναποτελούν το πρώτο μυθιστόρημα της Χριστίνας Καράμπελα (γεν. 1963), που διηγήματά της έχουν ήδη διακριθεί σε διαγωνισμούς και έχουν δημοσιευθεί σε συλλογικούς τόμους: της Ρούλας Ιατρίδου, ιδιοκτήτριας ενός πύργου στην (επινοημένη) οδό Χρυσανθέμων στο Μαρούσι, του συμβολαιογράφου Χαριτόπουλου που ανέλαβε να συντάξει τη διαθήκη της, της Ευρυδίκης, οικονόμου του σπιτιού και της Πέρσας, κόρης της Ρούλας.
Έχουμε ήδη κάποια στοιχεία της ιστορίας, ας παραθέσουμε και ορισμένα άλλα. Η Ρούλα (Δήμητρα) παρασκευάζει στην κουζίνα της γλυκά του κουταλιού από τα φρούτα του κήπου. Μικρασιατικής καταγωγής από τη μητέρα της, είναι άρρωστη όταν ξεκινά η αφήγηση. Η Ιατρίδου, όπως και η μητέρα της και η γιαγιά της μητέρας της, μισούν τους άνδρες, που τους έχουν εξαπατήσει. Όλες έγιναν κοριτσομάνες. Ο πύργος κληρονομείται από μάνα σε κόρη, χωρίς εξαίρεση. Όμως η Ιατρίδου θέτει τον όρο της αγαμίας στην κόρη της, διαφορετικά ο πύργος θα περιέλθει στην κατοχή φιλανθρωπικού ιδρύματος. Μετά τον θάνατό της, ο νεαρός συμβολαιογράφος αναζητεί την Πέρσα στο Παρίσι. Η Πέρσα επιστρέφει στην Ελλάδα, έπειτα από πέντε χρόνια απουσίας. Ο Χαριτόπουλος δεν αργεί να την ερωτευτεί.
Οι τέσσερις (ή τέσσερεις) καιροί αντιστοιχούν στο χρόνο της αφήγησης των προσώπων του μυθιστορήματος: φθινόπωρο, όταν ξεκινά η αφήγηση της Ρούλας∙ χειμώνας, όταν ο συμβολαιογράφος προσπαθεί να προσεγγίσει την Πέρσα∙ άνοιξη, όταν η Ευρυδίκη αγωνίζεται να ισορροπήσει τις μυρωδιές του κήπου με τη δική της προσωπική ζωή και να βοηθήσει την Πέρσα∙ καλοκαίρι, όταν η Πέρσα «αφυπνίζεται» και ξεκινά ένα ταξίδι ανακάλυψης του εαυτού της στη Σμύρνη.
Όλ’ αυτά κι άλλα πολλά συμβαίνουν σε αυτό το σπονδυλωτό μυθιστόρημα, που έχει ήδη συγκεντρώσει θετικές κριτικές αν και κυκλοφόρησε μόλις τον Μάιο. Στις σελίδες του ο αναγνώστης δεν θα βρει λύσεις, ούτε την κλασική δομή ενός μυθιστορήματος. Σε ένα πρώτο επίπεδο, κύριο θέμα είναι οι ρίζες όπως μεταφέρονται από γενιά σε γενιά και, ιδίως, από μητέρα σε κόρη. Είναι η γιαγιά Ερατώ η οποία «φωτίζει» τη ζωή της Ρούλας, η μόνη που αγάπησε και έζησε αρμονικά με τον άντρα της. Και είναι εκείνη, ή μάλλον η ανάμνησή της, που θα «ξυπνήσει» την Πέρσα από την απροσδιοριστία της.
Όμως σ’ αυτό το βιβλίο, εκτός από το μύθο, σημαίνων είναι ο ρόλος της γλώσσας. Αν και αφορμάται από το συγκεκριμένο, δίνοντάς μας, για παράδειγμα, με λίγες λέξεις, την περιγραφή της παρασκευής ενός γλυκού, π.χ. κυδωνόπαστο, καρυδάκι ή φράουλα, είναι ποιητική, με την έννοια της δημιουργίας εικόνων και συναισθημάτων μέσα από μια ρέουσα γραφή. Το υπερ (παρα)- φυσικό εισβάλλει στην αφήγηση με τα σημειώματα της Ερατώς που πέφτουν (λες) από τον ουρανό, σκαλώνουν σε δέντρα ή εξέχουν από τσέπες και παρεμβαίνουν στις ζωές των ηρώων.
Είναι, ίσως, νωρίς να αποτιμηθεί το ειδικό βάρος του βιβλίου αυτού στην πρόσφατη ελληνική λογοτεχνική παραγωγή. Αν μη τι άλλο, όμως, αποτελεί μια πολύ ενδιαφέρουσα πρόταση.