«Προσεκτικά βγήκα απ΄το συρματόπλεγμα, φτεροκοπούσαν σαν τρελές, χτυπιούνταν στα ντουβάρια και στα τοιχώματα της σπηλιάς, έκαναν κύκλους από πάνω μου, στην αρχή λίγες, μετά μαύρισε ο τόπος, πετούσαν κοντά στο πρόσωπό μου. Τα φτερά τους σχεδόν μ’ άγγιζαν, κουνούσα τα χέρια μου, θυμήθηκα την ταινία του Χίτσκοκ και σκέπασα με τις παλάμες τα μάτια μου, με τα πολλά έφτασα στο άνοιγμα. Στην προσπάθειά μου να σκαρφαλώσω, δυο πέτρες κύλησαν απ΄το μισογκρεμισμένο ντουβάρι, βγήκα στο φως, βγήκαν μαζί μου κρώζοντας, οι λαθρολουόμενοι άρχισαν να με βρίζουν, τα γυφτάκια τα κάνουν αυτά, όχι κι εσύ, μεγάλος άνθρωπος, μου είπε μια γριά, κι ο Θεμιστοκλής χτύπησε τα χέρια του στα νερά κι αναφώνησε: Ρε Αντώνη! Ρε Αντώνη! Δεν είχα πια τα παπούτσια μου, άκουγα βρισιές κι έψαχνα το σκυλί, κι αυτές όλο και ξεπετάγονταν απ’ το άνοιγμα, σκοτείνιασε ο ουρανός, κι ο Σαμψών, όρθιος στα πισινά του πόδια, στηριζόταν στην καγκελόπορτα, αλυχτούσε, νυχτερίδες πετούσαν γύρω του, πύκνωναν και σκόρπιζαν, έκαναν κύκλους, το σκυλί τινάχτηκε, έπεσε στα κάγκελα και γάβγιζε βραχνά. Απευθύνθηκα στους ηλικιωμένους κολυμβητές, άνοιξα τα χέρια και είπα δυνατά, ζητώ συγγνώμη, δεν τις ξύπνησα εγώ, αν ησυχάσουμε, αν δεν κάνουμε θόρυβο, θα φύγουν, ησυχάστε εσείς, πάω να ηρεμήσω το σκυλί. Οι νυχτερίδες υποχώρησαν, χάθηκαν στον ουρανό, κάποιες επέστρεφαν στη σπηλιά, καβάλησα την καγκελόπορτα. Προσπάθησα να καλμάρω τον Σαμψών, ο σκύλος έτρεμε.» (σελ. 94-95)

Ένα ζεστό καλοκαιριάτικο μεσημέρι, ένας νέος άντρας «δραπετεύει» από την Αθήνα προς την Πελοπόννησο. Σταματάει στην Πάτρα, αγοράζει καινούρια ρούχα, πετάει τη γραβάτα, το σακάκι και το πουκάμισο και ακολουθεί όποια διαδρομή μπορεί να τον φέρει πιο κοντά στη θάλασσα. Σε μια παραλία συναντά τον Σαμψών, «ένα κατάμαυρο σκυλί με  λαμπερό τρίχωμα, λεπτό, μακρύ λαιμό και αγέρωχο παράστημα», που προφανώς έχει χαθεί από τον ιδιοκτήτη του. Ο σκύλος θα γίνει ο σύντροφός του εκείνο το καλοκαίρι, καθώς ταξιδεύει χωρίς συγκεκριμένο δρομολόγιο, ακολουθώντας την έμπνευση της στιγμής, που θα τον φέρει, ωστόσο, στα λουτρά του Καϊάφα∙ εξ ου και ο τίτλος του βιβλίου. Από το σημείο αυτό και μετά κάτι αλλάζει στη σχέση του ήρωα με τον εαυτό του και με τους γύρω του. Ενώ μέχρι τότε μοιάζει να είναι σε σύγχυση, βαριεστημένος και αδιάφορος, χωρίς σκοπό, η αγάπη για το σκυλί, που είναι τραυματισμένο και άρρωστο –αλλά ο ίδιος αργεί πολύ να το καταλάβει–, μοιάζει να τον μεταμορφώνει∙ τουλάχιστον για όσο κρατάει το καλοκαίρι του 2007, το καλοκαίρι των πυρκαγιών στην Πελοπόννησο.

Ο Νίκος Αδάμ Βουδούρης εμφανίστηκε στη λογοτεχνία με τη συλλογή διηγημάτων «Ο βυθός είναι δίπλα» (Πατάκης, 2008). (Διηγήματά του είχαν δημοσιευθεί προηγουμένως στα περιοδικά Οδός Πανός, Εντευκτήριο και Μπιλιέτο, καθώς και σε ανθολογίες νεοελληνικού διηγήματος.)Διακρίνονταν κι εκεί η αφηγηματική άνεση και μια τάση αυτοϋπονόμευσης και χιούμορ, παρά το μάλλον ζοφερό της θεματολογίας του. Σε αυτό το ολιγοσέλιδο μυθιστόρημα θα λέγαμε πως αναδεικνύονται οι λογοτεχνικές αρετές της γραφής του: οι περιγραφές των τόπων αλλά και του εσωτερικού «κενού» του ήρωα και, κυρίως, η μεταστροφή του μέσα από τη σχέση με τον σκύλο. Η τοποθέτηση της ιστορίας στην περίοδο του «πύρινου καλοκαιριού» της Πελοποννήσου δεν προσδίδει μόνο αληθοφάνεια αλλά ανεβάζει και την αφηγηματική ένταση παράλληλα με την κλιμάκωση των συναισθημάτων του Αντώνη ή Λάμπρου ή Γιάννη, που η φροντίδα του σκύλου αποκάλυψε και τη δική του ανάγκη «να τον αναλάβουν άλλοι».  Αποκαλυπτικοί, αντίστοιχα, είναι οι τίτλοι των επιμέρους κεφαλαίων (ενδεικτικά: «Το πρώτο μπάνιο», «Τουρισμός», «Καϊάφας», «Ο πιο καλός ο σερβιτόρος», «Η τιμωρία και ο Χορμόβας», «Η κυρία Μπόζου» κ.ά.), ενώ, κλείνοντας, να σημειώσουμε την ανατρεπτική εικόνα με την οποία ξεκινά το μυθιστόρημα.