Η Ζωή Σαμαρά, ομότιμη καθηγήτρια στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, καταξιωμένη διεθνώς για το επιστημονικό της έργο, χαμηλόφωνη ποιήτρια και διακριτική παρουσία, ανήκει στη χορεία εκείνη των πνευματικών εργατών που διαβάζουν απείρως περισσότερο απ’ όσο γράφουν, μιλούν για το έργο των άλλων περισσότερο από το δικό τους, αναλύουν τα κείμενα με τη σπουδή ενός καλλιεργητή ανθοκήπου και γνωρίζουν βαθιά μέσα στο μεδούλι των κοκάλων τους την αναπόδραστη ματαιότητα της γραφής.

Στο κομψό τομίδιο των «εκδόσεων Γκοβόστη» που εντάσσεται στο άκρως ενδιαφέρον περιοδικό «Τα Ποιητικά», ανιχνεύουμε την υπαρξιακή απορία της Ζωής Σαμαρά, που καταφεύγει στην αρχαία ελληνική μυθολογία προκειμένου να εξιδανικεύσει και να μεταθέσει τον οικείο πόνο από το παρόν στο άχρονο κι από το ασφυκτικά ατομικό στο χώρο του πανανθρώπινου. Πολλές φορές ο πόνος του ποιητικού προσωπείου μέσα από το οποίο ακούγεται πεντακάθαρος ο παλμός της ποιήτριας γίνεται εφαλτήριο για να αγγίξουμε το σφυγμό του ανθρώπινου όντος, που ασφυκτιά στο βυθό της ύπαρξης κι αναζητεί εναγωνίως καταφύγιο στην ουτοπία. Μέσα από τα μυθολογικά, λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά έργα, ο νους επινοεί την απλοχωριά που του στερεί η πραγματικότητα και βρίσκει το καταφύγιο από τις διαδοχικές θύελλες της ζωής, που πάντα είναι μια φωτεινή κρίση ανάμεσα σε δυο σκοτεινά, γαλήνια διαλείμματα θανάτου (ή μήπως είναι το αντίστροφο;).

Σπανίως η στοχαστική ποίηση βρίσκει φιλοσοφικό έναυσμα κι επιστημονική ακρίβεια όσο στο λογοτεχνικό έργο της Ζωής Σαμαρά. Ακόμα και οι σχολιασμοί των δέκα πρώτων ποιημάτων τής συλλογής «Και είναι πολύ μακριά η Δύση» λειτουργούν ως ανεξάρτητα λογοτεχνήματα, που υπερβαίνουν κατά πολύ σε ποιητικότητα τα αμήχανα εν πολλοίς στιχουργήματα πολλών συγχρόνων πονητών (για να μην πω: συρ-ραφέων).

Στην ποιητική σύνθεση «Παρενθέσεις και Αγκύλες» ο Μίλτος Σαχτούρης διασταυρώνει το ξίφος των καίριων λόγων του με άλλες λέξεις, καινούργιους στίχους, που μόλις βγήκαν, λες, από το ναυπηγείο της μοναξιάς. Μέσα στη σιωπή κλώθει τον ποιητικό ιστό της η σύγχρονη Πηνελόπη, την οποία ειρωνεύεται, βεβαίως, η Ζωή Σαμαρά, αφού μας αποκαλύπτει ότι κοιμήθηκε με απαξάπαντες τους μνηστήρες και γέννησε τον Πάνα, ενώ ο Οιδίποδας είχε κι άλλες γυναίκες που δεν ήταν όλες τους μητέρα του.

Γενικώς ομιλώντας, το στοιχείο της ειρωνείας χαρίζει την απαραίτητη αντίστιξη στον σοβαρό, υπαρξιακό κι οπωσδήποτε ευριπιδικά τραγικό τόνο τής ποιητικής Ζωής Σαμαρά.

Η άριστη γνώση της μυθολογίας, η επιστημονική μεθοδολογία στον τρόπο δόμησης του λόγου και η μακρά εκπαιδευτική εμπειρία τής Ζωής Σαμαρά, σε συνδυασμό με το αδιαμφισβήτητο ποιητικό της τάλαντο συνθέτουν μια τέχνη οπωσδήποτε ρηξικέλευθη και πρωτότυπη.