«Μέτρησα τη ζωή μου με το κουταλάκι του καφέ»

Με αφορμή αυτόν το στίχο του T. S. Eliot, σκέφτηκα πόσα γεγονότα, ευχάριστα και δυσάρεστα, καθημερινά ή αναπάντεχα, συνδέονται στο πέρασμα της ζωής μας με τον καφέ. Από την τελετουργία του πρωινού καφέ έως τις ατελείωτες ώρες διαβάσματος ή δουλειάς, με τη συντροφιά και την ενέργεια των καφέδων. Από το διάλειμμα σε μια κοπιαστική μέρα έως την ανάσα μετά από στιγμές δύσκολες όπου θέλεις λίγο χρόνο για να μαζέψεις ξανά τις δυνάμεις σου («να πιούμε ένα καφεδάκι, να συνεφέρουμε», όπως έλεγε η γιαγιά μου). Από τα πρώτα ανιχνευτικά ραντεβού ανάμεσα σε πιθανά ζευγάρια έως τις ατελείωτες ώρες με φίλους σε καφέδες-μαραθώνιους. Καφέδες «μαύροι», της παρηγοριάς, αλλά και καφέδες επειδή απλά έχει λιακάδα και χαίρεσαι που είσαι ζωντανός…

Βασισμένη στους καφέδες της ζωής μας, η πρωτοεμφανιζόμενη Χριστίνα Σωτηροπούλου, μεταφράστρια και σεναριογράφος, δημιουργεί ένα από τα πιο καλογραμμένα και δροσερά μυθιστορήματα που διάβασα τη φετινή χρονιά: στις σελίδες του πορευόμαστε με οδοδείκτες καφέδες περίεργους όπως με φύκια, με Ούλεν (η παλιά ονομασία της ΕΥΔΑΠ), με κάρι και σάρι, αλλά και μη-καφέδες, ήτοι ντεκαφεϊνέ. Δύο παράλληλες χρονικά ιστορίες της γιαγιάς και της εγγονής, στην Ελλάδα του ’50 και στη σύγχρονη εποχή, ξετυλίγονται σταδιακά: εκείνη της γιαγιάς που το έσκασε με τον αγαπημένο της από τη Μονεμβασιά για την Αθήνα, για να αποφύγει ένα προξενιό –αφού κέρασε τον άτυχο υποψήφιο γαμπρό καφέ με νερό θαλασσινό–, και αυτή της εγγονής που και εκείνη με τον δικό της τρόπο πάει κόντρα στις συμβάσεις της σημερινής εποχής (κάθε εποχή έχει τις δικές της). Αυτή η τελευταία, πηγαίνοντας για μεταπτυχιακό στην Αγγλία, γνωρίζει και ερωτεύεται έναν Ινδό φοιτητή ο οποίος όμως είναι από παιδί λογοδοσμένος με μια κοπέλα στην πατρίδα του και πρέπει να την παντρευτεί. Παράλληλα, παρακολουθούμε και τις ζωές των φιλενάδων της γιαγιάς που η κάθε μία καταθέτει τη δική της ιστορία, αλλά και των στενών φίλων της εγγονής που αναζητούν κάτι αυθεντικό μέσα στην κυριαρχία του «φαίνεσθαι», στην παγίδα του οποίου έχει πέσει το μεγαλύτερο μέρος της γενιάς μας (και τώρα στα δύσκολα καλούμαστε να ανακαλύψουμε τι είναι σημαντικό στη ζωή και τι όχι). Το πέσιμο της αυλαίας θα γίνει στη Μονεμβασιά, όπου άρχισαν όλα: εκεί θα μάθουμε αν η αγάπη υπερνικά τη σύμβαση και τα πρέπει και αν ο φόβος για το ρίσκο, που εμπεριέχει πάντα ο έρωτας, μπορεί να καταστείλει την επιθυμία να τον ζήσεις.

Όπως είπα ήδη, το βιβλίο είναι από τα πιο καλογραμμένα που έχω διαβάσει στη φετινή λογοτεχνική παραγωγή των ελληνικών εκδόσεων. Επιπλέον, είναι ένα κείμενο με ψυχή και προσωπικότητα: με γνήσιο συναίσθημα και συγκίνηση, χιούμορ λεπτό αλλά καταλυτικό (υπάρχει μία σκηνή όπου η προξενήτρα για το γάμο της γιαγιάς διστάζει να πιει τον καφέ που της σερβίρει, κάνοντας με τρόπο νόημα στην ομήγυρη αν είναι εντάξει ή αν «μυρίζει θάλασσα», που με έκανε να γελάσω πάρα πολύ) και με ζωντανές εικόνες, που οπωσδήποτε έχουν να κάνουν με τη θητεία της συγγραφέως στο σενάριο. Σε πολλά σημεία τόσο η οπτική όσο και τα επεισόδια του βιβλίου μού θύμισαν τις ασπρόμαυρες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, που όλοι βλέπουμε και ξαναβλέπουμε από τα παιδικά μας χρόνια: την καθαρή και πλήρη νοήματος απλότητα αυτού του σινεμά (μια σκηνή, μια έκφραση ή μια ατάκα είχε βάθος και βαρύτητα πολύ μεγαλύτερη από τις βαθυστόχαστες αναλύσεις και την επίδειξη κουλτούρας άλλων δημιουργών) τη συνάντησα και στο μυθιστόρημα της Χριστίνας Σωτηροπούλου.

Ένας ακόμα λόγος που προτείνω το βιβλίο (και θέλω να σημειώσω εδώ ότι, λόγω της οικονομικής κατάστασης, κάθε βιβλίο που παρουσιάζω, με το χέρι στην καρδιά, είναι ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί) είναι ότι στην ηρωίδα του μυθιστορήματος και στους φίλους της βρήκα στοιχεία και της δικής μου ζωής, όπως και στις απολαυστικές γιαγιάδες που συμπρωταγωνιστούν βρήκα στοιχεία από τη δική μου γιαγιά: τη σοφία μιας γενιάς που πέρασε διά πυρός και σιδήρου και, δόξα τω Θεώ, μας μεγάλωσε με αυτές τις ιστορίες και μας μετέφερε την εμπειρία της, τις γνώσεις της και τις αξίες της. Γιατί τώρα αυτή η εμπειρία και κυρίως αυτές οι αξίες αποδεικνύονται πολύτιμες –και όχι μόνο για να επιβιώσουμε. Πρωτίστως, για να μείνουμε άνθρωποι.