Το σύμπαν μέσα στην ανεπαίσθητη λεπτομέρεια

Δυο γνώριμοι ξένοι ήμασταν,

που βρεθήκαμε ένα βράδυ σ’ ένα μπαρ. 

Και μετά,

μάθαμε ο ένας τον άλλον

πάνω σε ένα κρεβάτι,

βγάζοντας βιαστικά τα ρούχα μας

πετώντας τα στο πάτωμα,

όπου να ‘ναι…

Την επόμενη μέρα, όταν ξύπνησα ,

μου έλειπες ήδη.

[«Δυο γνώριμοι ξένοι»]

Έτσι συναντιούνται οι άνθρωποι που είναι για να συναντηθούν. Οι τυχαίες συναντήσεις, ναι έχει δίκιο αυτός, τελικά είναι ραντεβού. Στα βασικά, πατώντας σχεδόν πάνω στα ίδια ασταθή σταθερά: Συνάντηση, έρωτας, Τυχαίο, άβυσσος, θάνατος.

Ο τίτλος «Καφές και τσιγάρα», τόσο καθημερινός σαν αιώνια στιγμή. Μια κίνηση; Ένα βίτσιο; Η συνήθεια; Η απόλαυση; Η ηδονή που μπορεί να γίνει η οδύνη; Μια πόρτα που θα οδηγήσει παντού: έχω ακόμα, επτά χρόνια μετά, το φλιτζάνι του και ένα πακέτο άφιλτρα Κάμελ.

Τι θαρρείς, εξάλλου, πως σ’ απομένει για να μετρήσεις, εν τέλει;

Μέτρησα τις θάλασσες που έχω κολυμπήσει στη ζωή μου…

Το Αιγαίο,

Το Λιβυκό,

Το Ιόνιο,

Η Μεσόγειος, απ’ τη μεριά της Αφρικής,

Ο Περσικός,

Ο Ατλαντικός

Ο Ειρηνικός,

Ο Ινδικός,

Τα μάτια σου…

[«Μέτρησα»]

Στον καινούργιο ποιητικό κύκλο, στο ποιητικό Σύμπαν της Τζου, η τοξίνη των λέξεων

Οι Λέξεις πρώτα,
τα Μάτια ύστερα
μετά, τα Χείλια…,

η απόγνωση και η φυγή, η σιωπή, η επανάσταση της Σιωπής, που κάνει την ποίηση, τελικά, ποίηση:

Σου πήρε τόσα χρόνια,
“ποιητή”…
Για να καταλάβεις
πως υπάρχουν κάποια πράγματα
που λέγονται μόνο με τις σιωπές…
Τόσα χρόνια,
πάλευες μάταια με τις λέξεις
για να καταφέρεις να σιωπήσεις.
Άκου τώρα!
Αφουγκράσου.
Κοίτα μόνο,
Μην μιλάς!
Τώρα μιλάει επιτέλους
η σιωπή…

[«Η ώρα της σιωπής»]

Ο έρωτας που είναι η αναζήτηση του αιώνιου, το απόλυτο. Ποτέ δεν εμπιστεύθηκα δυο ειδών ανθρώπους: εκείνους που δεν είναι ή δεν υπήρξαν ερωτικοί και όσους δεν πίνουν. Σχεδόν τους φοβάμαι.

Φοβάμαι και όσους κρατούν την απάντηση, η ερώτηση είναι το ζητούμενο. Κι αυτό, υπάρχει στο ποιητικό κόσμο της Τζούτζης Μαντζουράνη:

Μια τόση δα, λεξούλα…
Δύο γράμματα όλα κι’ όλα.
Απ’ το τίποτα, μόνο το “τι”.
Τον κοίταγε στα μάτια,
του χαμογελούσε και τίποτα άλλο δεν έλεγε…
παρά μόνο, “τι”…
Τι!
τι ‘ναι;
τι νοιώθεις;
τι θέλεις;
τι ζητάς;
τι με κοιτάς;
τι με ρωτάς;

Τι μου κρύβεις;

[«Τι;»]

Στο ίδιο ποιητικό σύμπαν που ενυπάρχει  και το αιώνιο, θεϊκό παρόν:

«Τώρα,
έλα να αγκαλιαστούμε».

Οι άνθρωποι, στο ποιητικό σύμπαν της Τζούτζης, δεν κάνουν σχέδια.

Και «Η ΓΟΜΟΛΑΣΤΙΧΑ» της είναι για να ξαναθυμηθεί τα ουσιαστικά, το παρελθόν και οι προδοσίες για να την κάνουν πιο δυνατή, οι φυγές της είναι «αιώνια επιστροφή», τα «σ’ αγαπώ» η απόλυτη παράδοση της γενναίας μεγάλης τραγικής, κι οι εραστές για να

«Πίνουν καφέ,- να -καπνίζουν τσιγάρα»

Και–να-γράφουν ποιήματα…»

«Το τελευταίο τσιγάρο» έχει κάτι από την ερωτική παραφορά την ιαπωνική, όπως και η ζάχαρη άχνη και η βροχή, όπως οι κούκλες που τόσο αγαπώ, οι τόσο εύθραυστες, αλλά μήπως δεν είμαστε ακριβώς αυτό; Οι κούκλες από πορσελάνη:

Θα στέκεις πάντα εκεί,
στο παράθυρο να κοιτάς έξω.
Τη ζωή, που περνάει
και ζει, και αναπνέει, και πονάει.
Θα θέλεις να βγεις
και συ,
να σε φυσήξει ο αέρας.
Αλλά,
ποτέ δεν θα μπορέσεις.
Ποτέ δεν θα σε αφήσουν…
Από αγάπη…
Για να μην σπάσεις…
Καταδικασμένη είσαι.
Να μείνεις πάντα
ένα αντικείμενο λατρείας
για τους άλλους…

[«Σαν κούκλα από πορσελάνη»]

Κι ο πατέρας εκεί, πανταχού παρών σαν τον κυρίαρχο εραστή. Αλλ’ αυτό αποδεικνύει και την απίστευτη δύναμη, τελικά, της μεγάλης τραγικής, της προδομένης αγαπημένης και της απολύτως παραδομένης ερωμένης. Ποιος διακινδυνεύει τα όριά του αν δεν είναι απίστευτα και απύθμενα δυνατός; Ποιος βουτά με το κεφάλι στην άβυσσο χωρίς δίχτυ ασφαλείας;

Τα χέρια μου σαν τον άπιστο Θωμά, ακριβώς στα καρφιά:

Να σε καπνίσω θέλω,

σαν το τελευταίο μου τσιγάρο.

Και να μην σε σβήσω

στην τελευταία ρουφηξιά.

Κι ας καούν τα δάχτυλά μου!

Να αφήσει η καύτρα πάνω τους

το σημάδι σου…

[«Το τελευταίο τσιγάρο»]

Εν τέλει  η ποίηση, όπως ο έρωτας, είναι υπόθεση καθαρά προσωπική, δρόμος ξεχωριστός να τον διαβεί ο καθένας ολομόναχος.