Στον χώρο του αυτοψυχαναλυτικού λυρισμού κινείται αυτή η ποιητική συλλογή της Μαριάνας Λυμπέρη. Ο όρος «γυναικεία ποίηση» δεν είναι φυσικά δόκιμος κι ίσως ν’ ακούγεται στις μέρες μας κάπως ρατσιστικός, όμως είναι σίγουρα «ποίηση φυγής» από ένα δύσκολο χωροχρονικό συνεχές και μια καθημερινότητα δυσβάσταχτη για την ευαισθησία της γράφουσας φωνής.

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ

Μέσα μου κλαίει μια ψυχή,
Εξομολόγηση ζητεί,
Συγχώρεση να δώσει.
Τι άλλο πια να σώσει; (σελ. 23).

Λυρισμός και ναρκισσισμός πάνε συνήθως χέρι χέρι κι όταν συνοδευτούν με την πεισιθάνατη μελαγχολία, τότε το μείγμα γίνεται εκρηκτικό κι η Ποίηση εκτινάσσεται από το κείμενο με άλμα επί κοντώ.

ΚΟΙΜΗΣΗ

Περιμένοντας το τελευταίο χειροκρότημα
στην άκρη της αυγής αποκοιμήθηκα.
Η ψυχή μου ταξιδεύει σε βουνά και πεδιάδες.

Λίγο πριν ακουστεί η πένθιμη καμπάνα
στο μονοπάτι των λυγμών θα προχωρήσω.
Θλιμμένες αναμνήσεις ζητιανεύουν τη συγχώρεση.

Ο θάνατος σαν μάγος με τα δώρα τη λύτρωση θα φέρει.
Δάχτυλα κρύα θ’ αγκαλιάζουν το κορμί μου (σελ. 37).

Κι εδώ φτάνουμε στο όριο που μόνο η υπέρβαση της συγγνώμης μπορεί να το παρακάμψει. Η άφεσις αμαρτιών όπως την κηρύττουν όλοι οι ειρηνιστές προφήτες είναι στη βάση της καθάρσεως, όταν κι ο έλεος και ο φόβος έχουν πια παρέλθει (ουχί απαραιτήτως κι ανεπιστρεπτί). Η συν-χώρεση δεν είναι μόνο απέναντι στον άλλον, στο ταίρι μας, στον σύντροφό μας που μας έχει πληγώσει κι έχει προδώσει τις προσδοκίες μας όλες, αλλά κυρίως η συν-χώρεση αφορά τα σπασμένα κομμάτια του διαμελισμένου εαυτού μας, της εξόριστης ψυχής μας, εκείνης που δεν ανέχεται ιάματα κι εύκολα ευχολόγια κι απαιτεί επιτακτικώς την αξιοπρεπή αναδόμησή της. Αυτό είναι και το ζητούμενο των περισσότερων σύγχρονων ποιητών και ποιητριών στα χρόνια της Κρίσης: το «γνώθι σαυτόν» και το περιμαζεύειν εαυτόν εις ολότητα μία, εις Άπαν Ένα, εκεί που το προσωπικό σύμπαν δεν είναι κόσμος φυγής αλλά φιλόξενος παράδεισος για τους κουρασμένους περαστικούς. Η μεγαλειώδης φράση της Μπλανς Ντυμπουά στο «Λεωφορείον ο Πόθος» του Τέννεσση Ουίλλιαμς, «πάντα βασιζόμουνα στην καλοσύνη των περαστικών», αντιστρέφεται από τον αυτοσυνείδητο ποιητή σε: «πάντα θα χαρίζω καλοσύνη στους διερχόμενους». Κι αν αυτό σας φαίνεται λίγο, νομίζω ότι είναι υπερ-αρκετό αφού το κβαντικό «ποιοτικό άλμα» του κάθε ενός εξ ημών χωριστά και όλων μαζί είναι η μόνη μας ελπίδα για να βγούμε από την πολυεπίπεδη Κρίση ενός πολιτισμού που τρίζει συθέμελα.

ΣΥΓΧΩΡΕΣΗ

Αρχίζω να προσεύχομαι
δεν πρέπει να φοβάμαι,
για σένα μόνο εύχομαι
μη σε λυπάμαι.

Αρχίζω να προσεύχομαι
για όσα έχω δώσει,
στο φόβο η ζωή σου
μην ενδώσει.

Αρχίζω να προσεύχομαι
τώρα και για τους δυο μας
συγχώρεση να δώσουμε
στον εαυτό μας (σελ. 25).

Αγαπάτε τους ποιητές. Είναι το «άλας» αυτού του κόσμου. Κι η μόνη ελπίδα του. Όλοι οι άλλοι είναι πολύ απασχολημένοι με νούμερα κι αριθμούς, που δεν βγαίνουν ούτως ή άλλως… Η διάστασή μας είναι ατελής κι ο αριθμός «π» δεν θα ολοκληρωθεί ποτέ με αραβικά ψηφία, γιατί είναι πέρα από την προσληπτική ικανότητα του αναλυτικού αριστερού ημισφαιρίου του εγκεφάλου των δεξιόχειρων «βιαστικών, άπειρων όντων της στιγμής».

Η Μαριάνα Λυμπέρη γράφει ανενδοίαστα λυρική ποίηση και καταβυθίζεται βαθιά μέσα της προκειμένου να περάσει μέσα από τις ρίζες και τον υδροφόρο ορίζοντα στο πολύπαθο «σώμα» του πλανήτη με το θηλυκό όνομα Γαία. Κι η Ποίηση είναι θηλυκή στη γλώσσα μας και χαρίζει ειρήνη στις καρδιές των διψασμένων για το «αλλού», για εκεί που δεν πας μόνο μέσα από τον Θάνατο…