«Φτάσαμε σε ένα χωράφι στην πλευρά των σπιτιών, δίπλα σε έναν πλατύ χωματόδρομο που συνέδεε το χωριό με τον κεντρικό δρόμο, μακριά στο βάθος. Ξαφνικά, για κάποιο λόγο κύλησε στο μυαλό μου η σκέψη ότι αυτός ο δρόμος τον οποίο πάτησαν χιλιάδες πόδια επί γενεές γενεών τώρα θα χορτάριαζε, θα έβγαζε αγριολούλουδα και καρπούς χωρίς κανείς να περνά. Αμέσως τα συναισθήματα που μέσα μου βογκούσαν παραπονεμένα βγήκαν στην επιφάνεια και ένα κύμα πίκρας με κατέκλυσε. Και μπορούσα πραγματικά να νιώσω αυτό τον εκνευριστικό εαυτό μέσα μου να τρίζει τα δόντια και να σφίγγει δυνατά τις γροθιές του» (σελ. 72)
Αυτή η εικόνα θα επανέλθει αργότερα στις περιγραφές του αφηγητή, ενός ανώνυμου νεαρού Ισραηλινού στρατιώτη ο οποίος συμμετέχει στην εκκένωση ενός παλαιστινιακού χωριού κατά τον πρώτο αραβοϊσραηλινό πόλεμο το 1949: αντιλαμβάνεται πως η αποστολή που έχει ανατεθεί σε αυτόν και στους συστρατιώτες του οδηγεί τους κατοίκους του χωριού αυτού στην εξορία. Μια εξορία που δεν μπορεί να αποδεχθεί καθώς ο ίδιος ανήκει σε έναν λαό που «γεννήθηκε» στην εξορία και η πικρή γεύση της μεταφέρεται από γενιά σε γενιά. Ολόκληρη η νουβέλα είναι η αριστοτεχνική περιγραφή μιας χειμωνιάτικης μέρας στο Χιρμπέτ Χιζέ, που περιλαμβάνει την αναμονή πριν από την επίθεση, την επίθεση (σε ένα άδειο χωριό), την έρευνα των σπιτιών, τη συγκέντρωση των εναπομεινάντων κατοίκων (κυρίως ηλικιωμένων, γυναικών και παιδιών) σε συγκεκριμένα σημεία και την αναχώρηση των φορτηγών που μεταφέρουν τους ανθρώπους αυτούς μακριά. Είναι μια επιχείρηση μεθοδικά οργανωμένη και ως επί το πλείστον αναίμακτη και η δυσαρέσκεια των στρατιωτών επικεντρώνεται αρχικά στην έλλειψη δράσης (που αφήνει περιθώριο στη σκέψη) και στη συνέχεια στην αγωνία της διεκπεραίωσης των εντολών («να τελειώνουμε!») ώστε να επιστρέψουν το ταχύτερο στα σπίτια τους. Έχουν απέναντί τους ένα εγκαταλειμμένο χωριό και οι λιγοστοί άνθρωποι που θα βρεθούν κάτω από τις διαταγές τους δεν θα καταφέρουν να τους εμπνεύσουν τη συμπάθεια: είναι ο εχθρός, είναι οι Άραβες, και, αν ήταν αυτοί στη θέση τους, θα εξόντωναν χωρίς δεύτερη σκέψη οποιονδήποτε Εβραίο∙ αυτός είναι ο πόλεμος. Όμως στον αφηγητή αντιμάχονται δύο φωνές: η πρώτη που του λέει αυτά που λέει και στους υπόλοιπους (ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος), η δεύτερη της συνείδησής του, που του λέει ότι απέναντι βρίσκονται άνθρωποι όπως κι αυτός.
Σημαντικό ρόλο στην εξιστόρηση παίζει η φύση: το Χιρμπέτ Χιζέ είναι ένας εύφορος τόπος, σε σημείο που οι στρατιώτες να λένε ότι αν ήταν δικός τους θα αντιστέκονταν και δεν θα τον εγκατέλειπαν. Καθώς βαδίζει προς την ολοκλήρωση της αποστολής του, ο νεαρός Ισραηλινός στρατιώτης βλέπει σε αυτό τον τόπο την ερείπωση ως εικόνα του μέλλοντος, ενώ οι συνάδελφοί του το ξαναζωντάνεμά του από τους εποίκους που θα έρθουν να τον κατοικήσουν. Εμβληματική η σκηνή με το άλογο, που οι στρατιώτες προσπαθούν να καλοπιάσουν αλλά αυτό καλπάζει στην ελευθερία και η εκείνη με τη λίμνη που έχει σχηματιστεί από το νερό της βροχής και εμποδίζει τη διέλευση των φορτηγών που θα μεταφέρουν τους κατοίκους του χωριού στη δική τους εξορία.
Ο S. Yizhar (ψευδώνυμο του Yizhar Smilansky) γεννήθηκε το 1916 στην Παλαιστίνη από οικογένεια συγγραφέων, υπηρέτησε στον ισραηλινό στρατό κατά τον πρώτο αραβοϊσραηλινό πόλεμο και ασχολήθηκε με την πολιτική. Έχει τιμηθεί με πολλά λογοτεχνικά βραβεία στη χώρα του. Πέθανε το 2006 στο Ισραήλ.