Χαρακτηρίστηκε εκδοτικό γεγονός που έφτασε στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό με σαράντα χρόνια, σχεδόν, καθυστέρηση.  Οι 145 «Ιστορίες από την Κολιμά», ντοκουμέντο, μαρτυρία και συγχρόνως  εξαιρετική λογοτεχνία, συνετέλεσαν ώστε να καθιερωθεί ο Βαρλάμ Σαλάμοφ ως ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς του εικοστού αιώνα. Οι ήρωές του, πρόσωπα υπαρκτά, θύτες και θύματα ενός αλλόκοτου κόσμου. Ο συγγραφέας τους υπήρξε «τρόφιμος» των στρατοπέδων στην Κολιμά, αρχικά με πενταετή ποινή καταναγκαστικών έργων, για να περάσει τελικά εκεί δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια. Χρόνια ικανά ώστε να μη φύγει ποτέ έκτοτε η ποίησή του και τα πεζά από την Κολιμά. Οι ιστορίες του, ωμά ρεαλιστικές και απίστευτα ζοφερές, αναπαράγουν το σκοτάδι μιας εποχής κι ανατέμνουν την ανθρώπινη ψυχική άβυσσο σε έναν κόσμο σχεδόν τυφλό από φόβο κι απόγνωση. Η πρόζα του σύντομη, σαν χαστούκι -αυτή την παρομοίωση έδωσε ο ίδιος-, χωρίς κανένα καλολογικό στοιχείο, ασθματική, κοφτή, τα εντελώς απαραίτητα, σε ζητήματα ζωής και θανάτου τα στολίδια είναι πολυτέλεια περιττή. Τα περιστατικά στον παρόντα χρόνο, η κόλαση ποτέ δεν σταματά, το υπαρξιακό αίνιγμα ανοιχτό σαν πληγή, δεν υπάρχει η  απάντηση, ούτε η ανάσταση ούτε κι η λύτρωση πάντοτε.

«Συμμετείχα κι εγώ σε μια χαμένη μάχη για πραγματική ανανέωση της ζωής», αναγνωρίζει ο Σαλάμοφ, που γεννήθηκε το 1907 στη Βολογκντά, μια μικρή πόλη που κατά τον 19ο αιώνα υπήρξε τόπος εξορίας των πολιτικών αντιπάλων του τσαρικού καθεστώτος. Σπούδασε νομικά για να συλληφθεί την πρώτη φορά με την κατηγορία ότι διακινούσε το «Γράμμα προς το Συνέδριο», γνωστότερο ως «Διαθήκη του Λένιν». Αποφυλακίζεται, παντρεύεται, δουλεύει ως δημοσιογράφος, γίνεται σπουδαίος ποιητής και αποκτά μια κόρη, για να ξανασυλληφθεί με την κατηγορία της αντεπαναστατικής τροτσκιστικής δράσης. Χαρακτηρίζεται «εχθρός του λαού» για να έρθει μετά στη ζωή του ο εγκλεισμός και τα χρυσωρυχεία της Κολιμά, οι ιστορίες που έζησε κι έγραψε για να μη συνέλθει ποτέ του. Έτσι, το 1982 μεταφέρεται σε ψυχιατρείο δίχως τη θέλησή του για να πεθάνει λίγες μέρες μετά, «έχοντας κληροδοτήσει στην ανθρωπότητα μια από τις πιο συγκλονιστικές μαρτυρίες της παγκόσμιας Ιστορίας». Με τον ίδιο μέχρι την τελευταία στιγμή ν’ αναρωτιέται και να αμφιβάλει: «Θα χρειαστεί άραγε σε κανέναν αυτή η θλιβερή αφήγηση; Μια αφήγηση που δεν είναι για το νικηφόρο πνεύμα αλλά για το πνεύμα που ποδοπατήθηκε. Που δεν είναι ο θρίαμβος της ζωής και της πίστης μέσα στη δυστυχία, όπως οι “Σημειώσεις από το σπίτι των πεθαμένων”, αλλά η έλλειψη ελπίδας και η κατάπτωση; Ποιον θα παραδειγματίσει, ποιον θα αποτρέψει από το κακό; Όχι, όχι, παρ’ όλ’ αυτά, θα είναι επιβεβαίωση του καλού, του καλού – αφού στην ηθική αξία βλέπω εγώ το μοναδικό αυθεντικό κριτήριο της τέχνης».

Και παρ’ όλα αυτά, να επιμένει: «Τα γραπτά μου αφορούν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης όσο αυτά του Εξυπερύ τον ουρανό ή του Μέλβιλ τη θάλασσα. Βασικά, οι ιστορίες μου συνιστούν οδηγίες για το πώς να δρα κανείς μέσα στο πλήθος. Να είναι όχι απλώς λιγάκι αριστερότερα απ’ τ’ αριστερά, μα ακόμα περισσότερο αληθινός από την αλήθεια την ίδια. Για το αίμα που είναι αληθές κι ανώνυμο». Το έργο του, που αποτελεί πλέον σήμερα αντικείμενο διεθνών μελετών, διατριβών, συνεδρίων, ντοκιμαντέρ αλλά και πηγή έμπνευσης κινηματογραφικών φιλμ, είναι και ο καθρέφτης της ανθρώπινης απόγνωσης.