Ποια είναι, άραγε, η ιστορία του κόσμου και σε πόσα κεφάλαια μπορεί να συναχθεί, έτσι ώστε να περικλείει τα μείζονα και τα ελάσσονα; Ο Τζούλιαν Μπαρνς σε 10 ½ κεφάλαια αποφαίνεται πως η περιλάλητη Ιστορία των ιστοριών είναι “φωνές που αντηχούν στο σκοτάδι”. Ο Βρετανός συγγραφέας, που χαίρει εκτίμησης στη χώρα μας (το βαθύ “Ένα κάποιο τέλος” τον έκανε ευρύτερα γνωστό, καίτοι “Ο παπαγάλος του Φλωμπέρ” εμφανίζει όλες τις πτυχώσεις του μυθιστορηματικού του εύρους), αναπλάθει με τρόπο ευφυή, ειρωνικό, εικονοκλαστικό και εν τέλει απολαυστικό μια εκδοχή ή μια παρέκβαση του κόσμου.

Εκκινεί από τη Γένεση και την ειρωνική εκδοχή της Κιβωτού του Νώε (μέσα από τα μάτια ενός… σαρακιού), αλλά δεν προτίθεται να προστρέξει στη θεοκρατική αντίληψη για να μας εξηγήσει τι είναι αυτός ο κόσμος.

Τούτο το παράδοξο βιβλίο δεν είναι μυθιστόρημα με την τυπική έννοια του όρου, καθώς συναρμόζει δέκα διαφορετικές ιστορίες οι οποίες, όμως, λειτουργούν άλλοτε παραπληρωματικά –η μια της άλλης- και άλλοτε διαζευκτικά. Ο ίδιος ο Μπαρνς έχει την άποψη της ολότητας, αν και είναι φανερό πως δεν στοιχηματίζει υπέρ της αντικειμενικότητας των όσων προτίθεται να αναπτύξει. Κοινώς, δεν ψάχνει μια παντοδύναμη αναφορά αλλά μια πιθανή εκδοχή.

Διόλου παράξενο, καθώς όντας ο ίδιος ταγμένος στο μεταμοντέρνο όχημα της λογοτεχνίας, δεν μπορεί παρά να ομνύει στην αποδόμηση του ιστορικού κώδικα. Ο Ρολάν Μπαρτ το ονομάζει «αληθοφάνεια» ή άλλως πως μια αυταπάτη που ξεγυμνώνει εξαρχής την αδυναμία του ιστορικού να βρει την αλήθεια της αλήθειας μέσα από τα ιστορικά γεγονότα. Αν δεν μπορεί, λοιπόν, ο ιστορικός, τότε προς τι να το κάνει ο μυθιστοριογράφος;

Ο Μπαρνς εξαπολύει έναν ειρωνικό και πικρό χείμαρρο που βρίθει έμπνευσης, με αποτέλεσμα τούτο το «μαστόρεμα» (κατά Λέβι-Στρος) να αποτελεί συγγραφικό κλέος.

Ένας άξεστος, δεσποτικός Νώε, όπως μας τον αποκαλύπτει ένας… ξυλοφάγος. Εκδοχές πραγματικών γεγονότων, όπως η τρομοκρατική επίθεση στο κρουαζιερόπλοιο “Ακίλε Λάουρο”, η πυρηνική έκρηξη στο Τσέρνομπιλ, μια δοκιμιακή αναφορά στον πίνακα του Ζερικό «Η σχεδία της Μέδουσας», ένα κρουαζιερόπλοιο που περιφέρεται ανά τον κόσμο για να «αποθέσει»  κυνηγημένους Εβραίους από το ναζιστικό καθεστώς, ένα κινηματογραφικό συνεργείο που γυρίζει μια ταινία στα βάθη ενός τροπικού δάσους (ευθεία προβολή στην ταινία «Τhe Mission»). Και, βέβαια, το έξοχο –ενδιάμεσο- κεφάλαιο υπό τον τίτλο «Παρένθεση», στο οποίο ο Μπαρνς μιλάει κατά πρόσωπο στον αναγνώστη (ή μήπως κι αυτό είναι μια συγγραφική επινόηση του δαιμόνιου Μπαρνς;), εκθέτοντας το θέμα της ανάγκης να εντρυφήσουμε πρώτα στην αγάπη, εάν θέλουμε να μιλήσουμε για την Ιστορία του κόσμου.

Ο Μπαρνς ερευνά τη φυσιολογία της καρδιάς (τελικώς δεν είναι και τόσο καρδιόσχημη), κρίνει με όρους κοινωνιολογικούς αλλά κατά βάση λογοτεχνικούς και ιδιαίτερα ποιητικούς. Ναι, οι μόνοι που μπορούν να μιλήσουν γι’ αυτό που λένε έρωτας είναι οι ποιητές. Ο Γ. Χ. Όντεν και ο Λάρκιν είναι τα παραδείγματα που φέρνει για να το αποδείξει. Κι όμως, ο Βρετανός με τρόπο αρκετά λυρικό (κι ας μην είναι ο ίδιος ποιητής) σημειώνει πως «ο έρωτας είναι κι αυτός μια Κιβωτός». Επί της ουσίας η αγάπη είναι μια πράξη ουσιώδης γιατί είναι περιττή, περιγράφει ένα ηθικό καθήκον, έναν τρόπο αυτοπροσδιορισμού του ατόμου.

Εν συνόλω η «Ιστορία του κόσμου σε 10 ½ κεφάλαια» λάμπει. Ο Ρουσντί γράφοντας γι’ αυτό το βιβλίο το χαρακτηρίζει «ένα μυθιστόρημα ως υποσημείωση της Ιστορίας, αλλά και ως ανατροπή της».

Η μετάφραση του Θωμά Σκάσση, για άλλη μια φορά, βρίσκει στόχο (έχει προηγηθεί εκείνη του Δημοσθένη Κούρτοβικ σε παλαιότερη έκδοση του βιβλίου).