Οι γενναίες ταξιαρχίες των παθιασμένων

Ω, οι όμορφες ημέρες των παθών. Οι έξεις που γίνονται λέξεις και οι λέξεις που μεταπλάθονται σε ψυχότροπο και ψυχανθές και άλλος σεισμός από την άοκνη δημιουργία δεν υπάρχει και δεν αξίζει να (υπάρχει). Γράφουμε ό,τι ζούμε ή, άλλως πως, πρώτα ζούμε και μετά γράφουμε. Ένα μότο –ειλικρινές και πονετικό και χαρωπό– που φέρει ο Ίκαρος Μπαμπασάκης και σ’ αυτό το νέο αιφνίδιο ντοκιμαντέρ, υπό τον λαγαρό τίτλο «Ιστορία των παθών». Συνιστούν μια ολόκληρη γενεαλογία τα πάθη στην τέχνη, άνευ αυτών η στακάτη γλώσσα του δημιουργού υφίσταται τη διάβρωση της καθημερινότητας· η πραγματική πνιγμονή έρχεται ως αποτέλεσμα του… εύτακτου βίου, τη στιγμή που ο παίκτης του χρόνου, του τόπου, των λέξεων, του καμβά, των μουσικών κλιμάκων σφυροκοπάει τον εαυτό του με κάθε λογής ουσία. Τσιγάρα, ποτά, ναρκωτικά, τρέλα, παίγνια μέχρι τελικής πτώσεως και τέλος δεν έχει αυτός ο καταπιόνας.

Ο Γ.Ι. Μπαμπασάκης στέργει πάνω σε τρία ζωτικά πάθη που συναντά, χαιρετίζει, υποκλίνεται και εξυφαίνει μέσα από δάνεια, προσωπικά βιώματα, εξευγενισμένες εκφορές και ποιητικές πρόζες που κάνουν τους δυστυχείς ευυπόληπτους των γραμμάτων και των τεχνών (sic) να ανασκουμπώνονται περιδεώς. Ο πρόσφατα αδικοχαμένος, Κωστής Παπαγιώργης έγραφε πως «οι δυστυχίες φτιάχνουν τον άνθρωπο». Ο Μπαμπασάκης εξηγεί πώς τα πάθη φτιάχνουν τον δημιουργό, πώς του προσδίδουν εκείνη την αχλή του στοχασμού, την άλω του μυστικισμού που υπό άλλες συνθήκες θα αναζητούσε επί ματαίω.

Ποτά, τσιγάρα, σκάκι: με όποια σειρά επιθυμεί ο καθείς να τα βάλει. Σαφώς υπάρχουν και άλλα πάθη, όμως, τούτα εδώ επέχουν τη θέση αρχετύπων. Βούρλισαν πολλά μυαλά, τους πρόσφεραν αίμα στις φλέβες και ζωή στα κύτταρα, τους έκαψαν, αλλά και τους αναζωογόνησαν. Ένα σακατεμένο συκώτι, ένα στήθος που μαύρισε, ένα μυαλό που τρελάθηκε: ναι, είναι και αυτός ένας τρόπος να εκδικείσαι τον χρόνο. Πριν σε φάει αυτός, αρχίζεις και τρως μόνος σου το περίσσευμα που σου αναλογεί. Ωραία πιόματα, όμορφα καπνισμένα τσιγάρα, παρτίδες που έδωσαν μια γερή κλωτσιά στα μεριά του χρόνου. Καρούζος, Μαλαρμέ, Μπέκετ, Αρανίτσης, Ντισάν, Λεκλέρ, Ντιράς, Μπουκόφσκι και οι λοιποί ρέκτες των παθών συνιστούν την ταξιαρχία του ακριβού, του απαγορευμένου, του κοινωνικά «απαράδεκτου» και του μη πολιτικά ορθού.

Τω όντι: είναι δημιουργοί, το στίγμα της ζωής δεν τους λέει τίποτα αν δεν έχουν τη δυνατότητα να του βάλουν φωτιά, να το πυρπολήσουν, να το τραγουδήσουν μέχρι την τελευταία στάχτη του. Τίποτα δεν είναι ανώδυνο, τίποτα δεν προσφέρεται άνευ του αντίστοιχου οβολού: από το βιβλίο περνούν διηγήσεις, στοχασμοί, περιπέτειες, ανασκολοπισμοί, γενναιότητες, λογοτεχνικά ανέκδοτα, παράσημα και παρηγοριές. Πρόκειται για μια αυτοβιολογία του πιο κρυφού πάθους που είναι η ζωή όχι για τη ζωή, αλλά για τον μη –θάνατο του κάθε πράγματος.

Η μοναδική αντίσταση που έχουμε στη φθορά είναι να την προκαλέσουμε γελώντας, υλακτώντας, γράφοντας, υμνώντας, πίνοντας και τραγουδώντας. Μόνο τότε τα πράγματα αυτού του κόσμου αποκτούν το πραγματικό τους μέγεθος και γίνονται φαντασμαγορικά, χαριτόβρυτα. Είμαστε υπηρέτες μιας εξαίσιας χαρμολύπης που με τα πάθη γίνεται υποφερτή. Ο Μπαμπασάκης γράφει, βιογραφεί, αυτοβιογραφείται, παθαίνει, ξορκίζει, επικαλείται, οξύνει, συγκινεί, αλλά τελικά αυτό που καταφέρνει και με τούτο το ντοκιμαντέρ (ίσως περισσότερο από τα προηγούμενα) είναι να δοξάσει την τέχνη της ζωής, τη στιγμή που εκθέτει όλα εκείνα τα υλικά που τη διασπούν. Αν τα πάθη οδηγούν στα λάθη, τότε ας συνεχίσουμε να τα κάνουμε χάριν παιδιάς, εις το όνομα της τέχνης και του θάλπους και των ωραίων και ακέραιων στιγμών που μας απομένουν. Η ιστορία των παθών δεν είναι προϊστορία, αλλά ένα παρόν που δεν νοιάζεται για το μέλλον του. Όπως έλεγε και ο Κ. Καρθαίος (τραγουδισμένος από τα «Διάφανα Κρίνα»), «μα τάχα εμείς παντοτινά τ’ άφταστα θα ζητούμε/βάλτε να πιούμε)». Μόνο να είναι σε γερές δόσεις, αλλιώς δεν αξίζει τον κόπο.