«Της καρδιάς μου, καρδιά…»

Τι συνδέει τους ερωτευμένους ανά τους αιώνες με τον Ιησού, τους αρχαίους Αιγύπτιους και τους Αζτέκους; Η καρδιά, βέβαια. Αυτή η αντλία αίματος στο ανθρώπινο στήθος έχει γίνει σύμβολο, τραγούδι, ποίηση, θυσία, έδρα της ψυχής και των συναισθημάτων, κριτήριο για να κρίνουμε ανθρώπους και χαρακτήρες.

Η παρούσα μελέτη από τον Νορβηγό καθηγητή Πολιτισμικών Σπουδών Ole Martin Hoystad επιχειρεί και επιτυγχάνει να συμπυκνώσει σε ένα ευκολοδιάβαστο, επιστημονικό κείμενο όλους τους μύθους, τις παραδόσεις και τους συμβολισμούς της καρδιάς στη θρησκεία, στη λογοτεχνία, στη χρήση της γλώσσας.

Όπως όλα όσα αφορούν στον ανθρώπινο πολιτισμό, η ιστορία της καρδιάς ξεκινάει με τους αρχαίους Σουμέριους το 3.000 π.Χ.: έναν λαό πολιτισμένο όταν δεν υπήρχε ακόμα πολιτισμός, που δημιούργησε και έθεσε τις βάσεις για σχεδόν όλα όσα ξέρουμε και είμαστε. Εκεί για πρώτη φορά, στο έπος του Γιλγαμές, γίνεται λόγος για σκληρόκαρδους και καλόκαρδους, ήτοι για τις ποιότητες των ανθρώπινων χαρακτήρων που η καρδιά ορίζει, αλλά και για τη δύναμη του έρωτα. Στη συνέχεια της μελέτης τη σκυτάλη παίρνουν οι αρχαίοι Αιγύπτιοι που συμβολίζουν την καρδιά με τον σκαραβαίο (όπως έμαθα από έναν Άγγλο καθηγητή Αιγυπτιολογίας, όταν χάριζες σε κάποιον ένα ομοίωμα σκαραβαίου του χάριζες συμβολικά την καρδιά σου, ενώ οι κοπέλες που ήθελαν να ερωτευτούν έπιαναν έναν ζωντανό σκαραβαίο και αφού του ζητούσαν να τους βρει εκείνον που θ’ αγαπήσουν τον άφηναν και πάλι να πετάξει). Αλλά και μετά θάνατον η καρδιά του νεκρού ήταν το μόνο όργανο που παρέμενε στο μουμιοποιημένο πτώμα, ώστε να ζυγιστεί από τους Κριτές τους Κάτω Κόσμου και να αποφασιστεί η τύχη της ψυχής. Και βέβαια ποιος δεν γνωρίζει τις τρομερές ανθρωποθυσίες των Αζτέκων, όταν θυσίαζαν αιχμαλώτους προσφέροντας την ακόμα πάλλουσα καρδιά τους στον ζωοδότη θεό Ήλιο; Αντίθετα, για τον άνθρωπο της ελληνικής αρχαιότητας η καρδιά δεν έχει πρωταγωνιστικό ρόλο (όπως και για τους σκανδιναβικούς λαούς), ενώ τη ξανασυναντάμε ως σύμβολο του θρησκευτικού μυστικισμού με τη λατρεία της «Ιερής Καρδιάς του Ιησού» στο χριστιανισμό, αλλά και στα εσωτεριστικά κινήματα του ισλάμ. Από εκεί η καρδιά περνάει και βασιλεύει στη λογοτεχνία των ιπποτών και στην ποίηση των τροβαδούρων του Μεσαίωνα, ταξιδεύει στην Αναγέννηση, στο έργο του Σαίξπηρ (κατά την εκτίμηση μου ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κεφάλαια του βιβλίου, με εξαιρετικές αναλύσεις έργων του δραματουργού), στη φιλοσοφία του Ρουσσώ και του Χέρντερ και στον Φάουστ του Γκαίτε, για να φτάσει στη σημερινή εποχή: με τα ηθικά διλήμματα που δημιουργούν οι μεταμοσχεύσεις καρδιάς, αλλά και με τη μετατροπή του συμβόλου της σε εμπόρευμα (καθόλου τυχαίο, νομίζω).

Η πολύ καλή μετάφραση από τα νορβηγικά του πανεπιστημιακού καθηγητή Απόστολου Σπανού και η εισαγωγή του καρδιολόγου Θανάση Δρίτσα συμβάλλουν τα μέγιστα στο επιτυχημένο αποτέλεσμα της έκδοσης. Αν και το μυστήριο της ανθρώπινης καρδιάς δεν εξαντλείται ούτε και λύνεται όσο και να το μελετάμε ή να το αναλύουμε, η έκδοση προσφέρει μια εύχρηστη για το ευρύ κοινό συγκέντρωση των βασικών ερμηνειών του συμβόλου αυτού στον ανθρώπινο πολιτισμό, διαχρονικά. Και αν οι υλιστές αμφισβητούν αυτούς τους συμβολισμούς και τα μυστήριά τους, «ας κρεμάσουν την καρδιά τους στο μανίκι τους, να τη ραμφίζουν οι κάργιες» όπως ο Ιάγος. Οι υπόλοιποι ας προσέχουμε σε ποιον «ανοίγουμε την καρδιά μας» και σε ποιον «τη χαρίζουμε», ώστε να μην αναγκαστούμε «να την κάνουμε πέτρα».