Το νέο μυθιστόρημα του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη είναι μια ερωτική ιστορία στη σύγχρονη Αθήνα:  ένα πρωί που αναγκάζεται να βγει από το σπίτι του νωρίς για κάποια δουλειά, ο Πέτρος, συγγραφέας, βλέπει στην απέναντι αποβάθρα του μετρό μια νεαρή, όμορφη κοπέλα να διαβάζει το τελευταίο του βιβλίο. «Ξεχνάει» τη δουλειά που είχε να κάνει, ανεβαίνει τρέχοντας τις σκάλες, φθάνει στην απέναντι αποβάθρα και βρίσκεται στο ίδιο βαγόνι με την κοπέλα, που συνεχίζει να διαβάζει. Όταν εκείνη κλείνει το βιβλίο και ετοιμάζεται να κατέβει, την  ακολουθεί.  Τελικά, η γνωριμία τους θα γίνει σε ένα καφενείο κάπου στο κέντρο, και είναι η Βασιλική, που εργάζεται ως νηπιαγωγός, εκείνη που θα πάρει την πρωτοβουλία να του μιλήσει. Το ίδιο κιόλας βράδυ θα πάνε σινεμά μαζί∙ τις επόμενες μέρες θα κάνουν πολλές βόλτες με τα πόδια στην πόλη, θα ανταλλάξουν επισκέψεις στα σπίτια τους∙ θα ξεκινήσουν μια σχέση.

Ο συγγραφέας αφηγείται την ιστορία της σχέσης αυτής αρχικά από την πλευρά του Πέτρου και στη συνέχεια από την πλευρά της Βασιλικής, πάντα σε τρίτο πρόσωπο. Παρουσιάζει τις σκέψεις, τις προσδοκίες τους, τον τρόπο  δράσης ή αντίδρασής τους σε αυτή τη σχέση. Είναι αρκετά νέοι, ο Πέτρος στα σαράντα, η Βασιλική λίγο πάνω από τριάντα, διακατέχονται από την επιθυμία για ζωή και για απόλαυση. Από την άλλη, όσα έχουν ζήσει μέχρι τώρα τούς έχουν δημιουργήσει διάφορες βεβαιότητες, ακόμη και στερεότυπα, τα οποία τους έχουν λίγο πολύ διαμορφώσει. Η ιστορία που περιγράφει ο Τζαμιώτης δεν διαδραματίζεται σε υψηλές θερμοκρασίες – εκτός από τις ερωτικές σκηνές, όπου κυριαρχεί το πάθος∙ εξάλλου, το μότο του βιβλίου είναι μια φράση από τον «Αδελφό» του Γιώργου Χειμωνά: «Γιατί άλλος τρόπος από το σώμα δεν υπάρχει». Οι ήρωες μπορούν, λοιπόν, να διαμορφώνουν την εικόνα του άλλου στο μυαλό τους από αυτά που τον/την ακούν να λέει και από τον τρόπο που κινείται και που σκέπτεται (μπορεί κανείς να φανταστεί κάποιο είδος εξονυχιστικού ελέγχου στον οποίο υποβάλλει ενδόμυχα ο ένας τον άλλον) και να διαπιστώνουν πως τους ενδιαφέρει και, ίσως, είναι πολύ τυχεροί που τους συμβαίνει αυτό, από την άλλη, όμως, τους αξίζει. Όμως ο έρωτας, και συγκεκριμένα η ανταλλαγή σωματικών υγρών, αποκαλύπτει πράγματα που το μυαλό δεν μπορεί να προσεγγίσει, και γίνεται ο αδιάψευστος «μάρτυρας» αυτής της σχέσης – ή της δυνατότητάς της να εδραιωθεί.

Παρότι, όπως υποστηρίξαμε πιο πάνω, η ιστορία δεν διαδραματίζεται σε ιδιαίτερα υψηλούς τόνους, ενδεχομένως να υπάρχει μια κλιμάκωση από το πρώτο μέρος, όπου «μιλάει» ο Πέτρος,  στο δεύτερο, όπου παρακολουθούμε την ιστορία από την πλευρά της Βασιλικής. Κι εδώ ο Τζαμιώτης δείχνει πως μπορεί να μιλήσει από την πλευρά μιας γυναίκας χωρίς να γίνεται υπερβολικός ή γκροτέσκος. Και μάλιστα μοιάζει να αισθάνεται πιο άνετα για να ξεδιπλώσει προβληματισμούς, όπως η ανάγκη για αποδοχή και ο φόβος για την απώλεια του εαυτού μέσα από την αγάπη, που είναι κοινοί και για τους δύο ήρωες. Το τελευταίο κεφάλαιο και η επιλογή του κλεισίματος από τον συγγραφέα θα επιβεβαιώσει αυτή την αίσθηση μιας σταθερής θερμοκρασίας κατά τη διάρκεια του μυθιστορήματος, η οποία επιτυγχάνεται παρά το γεγονός ότι η εξέλιξη της πλοκής διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη.