Ο  θάνατος, όπως και ο χρόνος και ο έρωτας, είναι θέματα προσφιλή και αγαπημένα στην ποίηση. Λίγο ή πολύ οι περισσότεροι ποιητές έχουν ασχοληθεί με αυτά προσεγγίζοντάς τα ο καθένας με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο. Εκείνο που μας ενδιαφέρει είναι αν ο ποιητής κομίζει  κάτι νέο με τους στίχους του αναδομώντας ή ανανεώνοντας την ποιητική παραγωγή.

Κρατώ στα χέρια μου την πρώτη ποιητική συλλογή του εικαστικού-ερευνητή Κωνσταντίνου Μαρκογιάννη που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Βακχικόν. Τίτλος: «Ίσως ο θάνατος». Με δυναμικό εξώφυλλο –η φωτογραφία μιας νεκροκεφαλής– σε μαύρο φόντο. Γιατί, όπως διαβάζουμε αμέσως μόλις ανοίγουμε το βιβλίο: «Τι είναι η ζωή παρά πρελούδιο θανάτου;» (Πρελούδιο, σελ. 6).

Ποιήματα ολιγόστιχα, με απλότητα και καθαρότητα, πασπαλισμένα με κάμποσο φιλοσοφικό στοχασμό. Ο ποιητής δεν υιοθετεί τα λεκτικά πυροτεχνήματα, ούτε τα μεταμοντέρνα σχήματα, αρκείται σε μια αμεσότητα που αγγίζει τον αναγνώστη μέσα στη «γυμνότητά» της. Η διάνοια διαθέτει μια βαρύτητα, υπάρχει μια διάχυτη φιλοσοφική χροιά που σχετίζεται τόσο με μια στάση ζωής όσο και με έναν τρόπο θέασης του κόσμου. Διαβάζω:

«Μοιάζουμε όντα ατελή / Μονίμως διχασμένα / Υπόδουλα στη σάρκα και το πνεύμα» (Άνθρωποι; σελ. 67), «Την πραγματικότητα εμείς δημιουργούμε / Θεοί και διάβολοι αποκυήματα της φαντασίας» (Αποκυήματα, σελ. 104), «Υπάρχει μόνο Εαυτός / Ακίνητος και σιωπηλός» (Αλήθεια, σελ.105).

Μέσα σε πλαίσια πειραματισμού ο ποιητής παντρεύει τους στίχους με τη φωτογραφία και το κολάζ. Πρέπει να σημειωθεί ότι είναι πετυχημένο και αισθαντικό αυτό το πάντρεμα. Οι εικόνες συνάδουν πιστεύουμε απολύτως με το πνεύμα των ποιημάτων. Δημιουργείται μια ατμόσφαιρα, το κατάλληλο εκείνο κλίμα που είναι ικανό να κεντρίσει τον αναγνώστη να νιώσει και να αφουγκραστεί.

Ένα άλλο στοιχείο που σημειώνουμε είναι το εξής: δίνεται ιδιαίτερο βάρος σε ποιήματα ποιητικής. Η λειτουργία της ποίησης, ο ρόλος του ποιητή,  οι σκέψεις του, ο τρόπος του, η θέση του μέσα στην κοινωνία φαίνεται πως απασχολούν τον δημιουργό και γι’ αυτό, όλες αυτές τις αγωνίες τις αποτυπώνει μέσα στο έργο του.

Πιο συγκεκριμένα, το ποίημα Λόγια παρήγορα μας φέρνει στον νου τη ρήση του Νίτσε πως «έχουμε την τέχνη για να αντέχουμε τη ζωή». Κάτι που θα πει και ο Καβάφης στη «Μελαγχολία του Ιάσονος Κλεάνδρου». Τα έργα τέχνης παρηγορούν, η εμπλοκή με τη δημιουργία μπορεί να λειτουργήσει λυτρωτικά, ψυχοθεραπευτικά. Μην ξεχνάμε και τον όρο «κάθαρση» που αναφέρει και ο Αριστοτέλης στην Ποιητική του.

«Στην ποίηση επανέρχεσαι όταν όλα μοιάζουνε χαμένα / Λόγια παρήγορα σκαρφίζεσαι για να υποφέρεις τη ζωή» (σελ. 10). «Μόνο με ποίηση έχει νόημα η ζωή» γράφει στο ποίημα «Νόημα» (σελ. 16). Και  στη σελίδα 19: «Στίχους γεννάς / Την πλήξη σκοτώνεις» .(Ονειροκυνηγός). Ενώ στη σελίδα 52: «Η τέχνη θα σε δικαιώσει» (Παρίας).

Αυτοσαρκαστικός είναι στο επόμενο ποίημα που κι αυτό είναι αυτοαναφορικό:[…] «Η ποίηση παιχνίδι αυτάρεσκο /  Μια ασχολία ράθυμη για να περνούν οι ώρες…/ Δεν είσαι δα κι ο Καβάφης / Μην τρέφεις ψευδαισθήσεις» (σελ. 11).

Το σημείο στίξης που κυριαρχεί είναι τα αποσιωπητικά (…) Σε κάθε ποίημα νοηματοδοτούνται διαφορετικά ανάλογα με το περιβάλλον στο οποίο βρίσκονται. Πάντως δίνουν την αίσθηση πως τίποτα δεν «κλείνει». Υπάρχει μια διεύρυνση στην αντίληψη και στον στοχασμό και μια βραδύτητα καθόλου επείγουσα, συχνά μάλιστα απολαυστική.

Δύο εκτενή ποιήματα ποιητικής το ένα πλάι στο άλλο συναντάμε στον δρόμο μας και μπαίνουμε σε σκέψεις. Πολλά θέματα μαζί σε μια τίμια συνύπαρξη, πολλά σημαντικά ερωτήματα διαχέονται και φτάνουν στον δέκτη.

To πρώτο με τίτλο Γιατί γράφουμε; Έχουμε κάτι να ξορκίσουμε, άραγε; Είναι μια πράξη αγάπης ή κάτι βασανιστικό; Ή μήπως κάτι που δηλώνει ματαιοδοξία;

Ένα απόσπασμα παραθέτω: […]  «Γιατί γράφουμε; Για να αισθανθούμε πως κάποιοι είμαστε; Για να πούμε ότι κάτι  κάναμε; Για να ξεχωρίζουμε απ’ τη μάζα των πληβείων; Για να ικανοποιήσουμε τη ματαιοδοξία; Για να θρέψουμε τον ναρκισσισμό; Για να φουσκώσουμε τον εγωισμό; […]» (σελ. 84).

Το δεύτερο έχει τίτλο  Όχι άλλη ποίηση. Kαι δω υπάρχει το μοτίβο της επανάληψης. Η άρνηση είναι διαρκής και έντονη. Εκφράζονται παράλληλα οι πόθοι για μια ποίηση γόνιμη και λειτουργική. Και λέει: «Όχι άλλη ποίηση της μόδας /  Όχι άλλη ποίηση της πόζας /  Όχι άλλη ποίηση ρηχή /  Όχι άλλη ποίηση κακόγουστη/ […] Όχι άλλη ποίηση επιτηδευμένη […] Όχι άλλη ποίηση που δεν έχει τίποτα να πει» (σελ. 85).

Κλείνοντας, έχω την αίσθηση πως με όλα αυτά τα ποιήματα ποιητικής και τις πολλές προσφωνήσεις στον ποιητή, που όμως έχει πολλά πρόσωπα (και προσωπεία) και σηματοδοτεί και πολλά εν τέλει, ο Μαρκογιάννης ανιχνεύει την ποίηση, την παρατηρεί, αναγνωρίζει τον πλουραλισμό της.

«Ποιητή χριστέ» (Πληγή, σελ. 112)

«Αλλοπαρμένε ποιητή» (Μέθεξη, σελ.115)

«Πεισματάρη ποιητή» ( Τετέλεσται, σελ.132)

Ξεχωρίζουμε την εικόνα που θα μπορούσε να έχει το ποίημα με τίτλο Η γυναίκα και το φίδι.