Ζωή, τρίζει στο κουκούλι

Η δεύτερη ποιητική συλλογή του Κωνσταντίνου Μούσσα (η πρώτη «Σημεία στίξης» κυκλοφορεί επίσης από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια), μου κίνησε το ενδιαφέρον μόλις άνοιξα το βιβλίο, καταρχάς για τη μορφή των ποιημάτων: αποτελούνται από δίστιχα, χωρισμένα ώστε να αποτελούν μια μικρή ενότητα, και αριθμημένα από το 1 έως το 88. Κάθε δίστιχο μοιάζει να συλλαμβάνει μια εικόνα, μια αίσθηση, ένα συναίσθημα και γι’ αυτό παρά το γεγονός ότι δεν ακολουθούν την παραδοσιακή μορφή των χαϊκού, αφήνουν μια παρόμοια εντύπωση στον αναγνώστη, καθώς διαβάζονται επίσης με μια ανάσα.

Η φύση κυριαρχεί ως μήτρα των πάντων, αλλά και ως σύμβολο της ψυχικής κατάστασης του ποιητή, που χτίζει τους ιδιαίτερους στίχους του με φως, δέντρα, πέτρα, ουρανό, όρη, θάλασσα… Και πολλή μουσική, αφού η αίσθηση της μουσικότητας που παράγει η γλώσσα που χρησιμοποιεί, διατρέχει τη συλλογή. Σε αυτές τις μικρές ενότητες, ο Κωνσταντίνος Μούσσας κατορθώνει με τέχνη να πει πολλά, χρησιμοποιώντας, αφαιρετικά, τα ελάχιστα – πιο σωστά, τα στοιχειώδη (και με τις δύο έννοιες της λέξης). Πρόκειται για ποίηση εσωτερική, χαμηλόφωνη και λυρική που απαγγέλλεται περισσότερο παρά διαβάζεται, σαν μάντρα, σαν προσευχή, σαν αφορισμός ίσως. Και σε αφήνει με την αίσθηση ότι κάτι σου διέφυγε, ώστε να ξαναδιαβάσεις τα δίστιχα αυτά ξανά και ξανά.

Ομολογώ ότι με ξένισε το πολυτονικό σύστημα που χρησιμοποιείται στη συλλογή, είμαι υπέρ τού να ακολουθούμε την εξέλιξη της γλώσσας, αλλά αυτό είναι μόνο προσωπική μου εκτίμηση και σε τίποτα, πέρα από την πρώτη εντύπωση, δεν μειώνει την ομορφιά των καλοδουλεμένων στίχων. Και η δουλειά του ποιητή εδώ, είναι εκείνη του τεχνίτη που χτίζει πέτρα-πέτρα με άψογη αρμογή, το τελικό αποτέλεσμα που παραδίδει στον αναγνώστη του.

Κλείνοντας, ένα μικρό δείγμα από τα δίστιχα που ξεχώρισα:

29. Μυρίζει η καρδιά, μανταρίνι.

30. Βραχνή ουρανού, πνοή παγωμένη.