Σοφές ψυχές, αρχαίες και παλαιές, προσπαθούν να συνηθίσουν τα καινούργια τους σώματα.
«Ο Γιώργος Μπακλάκος γεννήθηκε μόλις το 1992 στο Χολαργό. Μεγάλωσε στην Άσκρη Βοιωτίας, πατρίδα του αρχαίου επικού ποιητή Ησίοδου, πατέρα του διδακτικού έπους. Από νεαρή ηλικία έδειξε ιδιαίτερη αγάπη για τα βιβλία και το διάβασμα. Σπούδασε οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ζει στην Αθήνα. Το “Ημιυπόγειο” αποτελεί το πρώτο του βιβλίο», όπως διαβάζουμε στο «αυτί» του βιβλίου.
Σας παραθέτω μερικά «δείγματα γραφής» πριν περάσουμε στην κυρίως επισημειωματική ανάλυση του καθόλου πρωτόλειου αυτού έργου ενός ποιητή «έτοιμου από καιρό»:
Πρωταθλητής
Γιατί βιάζεσαι να νικήσεις;
Ποιος σε γέλασε δεν έμαθες πως για εκείνον που τερματίζει
πρώτος στον αγώνα, τελειώνει πιο γρήγορα η διαδρομή;
Μανιωμένος για τα πρωτεία, σαν κούρσας άτι
φορούσες παρωπίδες, μονάχα το νήμα θέλησες να δεις
δεν μπόρεσες ούτε για λίγο στο πλάι να κοιτάξεις
για να κερδίσεις στον αγώνα έπρεπε στ’ άλλα όλα να χάσεις.
Στου βάθρου σαν ανέβηκες το πιο ψηλό σκαλί, στον Όλυμπό σου
ήσουν μονάχος, πώς ν’ ακολουθήσουν οι θνητοί το Θεϊκό το τρέξιμό σου;
Δεν τους περίμενες μια στιγμή, τη δόξα ήθελες να προλάβεις
μα εξόν αυτής, δεν έχεις τίποτα πια να παραλάβεις.
Ο ακροβάτης
Θα μισοκλείσω της καρδιάς μου τα παραθυρόφυλλα
θα πω πως τούτη τη φορά πληγώθηκα από τις άλλες πιο πολύ
θα πω κουράστηκα να ψάχνω, να δίνω, τα χέρια μου στον έρωτα να ματώνω.
Θα σωπάσω τα τραγούδια που θυμίζουν τις αγάπες, που με αγκαθώνουν
τις φωνές του μυαλού μου θα τις παραμερίσω, να ησυχάσω.
Απόμαχος από τα ταξίδια στο πάθος και στη δίνη
με τη στεριά μου θα πω πως συμβιβάζομαι
κι αμέσως θα το μετανιώσω.
Από τη χαραμάδα σαν ακροβάτης θα αποδράσω
όταν ξανά η αρμύρα του έρωτα το πρόσωπό μου χαϊδέψει
όταν το κέλευσμα του βυθού ηχήσει βροντερό, εκεί θα είμαι.
Όταν η δίψα για ζωή με πνίξει, μια Κερκόπορτα θ’ ανοίξω.
Τω αγνώστω εγώ
Δεν με ξέρω.
Θα με ήξερα αν κρατούσα ένα σκήπτρο.
Θα με ήξερα αν είχα χρυσάφι στις τσέπες.
Στη Σαβάνα το λιοντάρι ανεβαίνει
στον υψηλότερο βράχο, να το βλέπουν όλοι.
Τρέφεται από την υπόκλιση, από την επιβολή.
Η επιβολή είναι η μεγαλύτερη επιθυμία του
για κείνην νοηματοδοτείται η ύπαρξή του.
Ξεκινά από τη ματαιοδοξία για να φτάσει στη ζωή.
Απωθημένο σ’ όλες τις ζούγκλες η επιβολή.
Να επιβληθούμε σ’ όποιον μπορούμε, όποτε μπορούμε
απλά να πιστοποιήσουμε ότι μπορούμε.
Δε θέλω να κρατώ σκήπτρο.
Δε θέλω χρυσάφι στις τσέπες.
Δε με ξέρω.
Μην το φοβάσαι το «δεν ξέρω».
Μονάχα έτσι μπορείς να μάθεις.
Με μαθαίνω.
Αργά κι επώδυνα.
Ακόμα κι αυτό το νεολογιστικό ρήμα «αγκαθώνουν» (στο ποίημα «Ο ακροβάτης» του Γιώργου Μπακλάκου) και το καθόλου νεόκοπο διανοουμενίστικο ρήμα «νοηματοδοτείται» (στο ποίημα με τον αχρησιμοποίητο πλέον τύπο της δοτικής «Τω αγνώστω εγώ») δείχνουν τους δύο πόλους ανάμεσα στους οποίους κινείται η ποιητική του πρωτοεμφανιζόμενου αυτού λογοτέχνη. Και δεν είναι άλλοι αυτοί οι δύο πόλοι από την άκρα, αυθόρμητη, ποιητική παμφωτοχυσία, την άκρα εκρηκτική ανάγκη να πούμε τα πράγματα με καινούργιο τρόπο και να βάλουμε το αρχαίο νάμα σε ολόδροσα λαγήνια, αφ’ ενός κι αφ’ ετέρου εκείνη η ρητορική των σπουδαγμένων, η ξύλινη γλώσσα των «μορφωμένων», η λαίλαπα της μετατροπής μιας εύπλαστης νεοελληνικής σε «συγκολλητική» σχεδόν γλώσσα. Παραείναι γραμματιζούμενα τα παιδιά μας για να είναι και καλοί ποιητές. Παραείναι σοφολογιότατα για να είναι και σοφά. Παραείναι προπέτες για να είναι και σιγαλοί, σαν τα πλατιά ποτάμια που διανύουν χώρες και ηπείρους, μεταφέρουν τόνους μπάζων, αλλά είναι ήρεμα, σχεδόν ακίνητα στην επιφάνεια.
Για να είμαι ακριβοδίκαιος, εδώ έχουμε ένα μεγάλο ρητορικό ταλέντο, με ελάχιστη ποιητική ρυθμολογία, με μουσική άγνοια της νεοελληνικής λαλιάς, όχι όπως γράφεται, αλλά όπως εκφέρεται στη διαχρονία της. Εξηγούμαι για να μην παρεξηγηθώ: η πολύ νέα γενιά «της Κρίσης» έχει μετατρέψει την Ποίηση από «έναν λόγο που χορεύει» (κατά Νάσο Βαγενά) και δεν βλέπει πια κανείς τις «λέξεις να χορεύουν» (κατά Ζωή Σαμαρά). Δημιουργήθηκε ένα διαδικτυακό, ηλεκτρονικο-δημοσιογραφικό υβρίδιο εσπευσμένης μεταφοράς του νοήματος, άνευ προδιαγραφών μεταδόσεως και συμπεφωνημένων κωδίκων αναγνωρισμένων παγκοίνως. Η αυτο-ψυχαναλυτική περιαυτολογία έχει μετονομασθεί «Σύγχρονη μεταμοντέρνα-νεωτεριστική-μετά το μεταμοντέρνο ποιητικολογία» με αποτέλεσμα τα όποια θυμόσοφα γνωμικά και τα διαφημιστικά σλόγκαν να φαντάζουν «υψηλή Τέχνη» σε σύγκριση με τις λογοτεχνικές επιδόσεις των άγουρων ποιητάδων.
Βεβαίως, μπορεί αυτό να προ-οικονομεί ένα μέλλον άμουσο κι απαίδευτο, συνοδευόμενο με άπειρους ακαδημαϊκούς τίτλους, διπλώματα, πτυχία και πιστοποιητικά εξειδικευμένης επιστημονικής κατάρτισης, όμως η Γνώση και οι γνώσεις διαφέρουν κατά ένα γάμα κεφαλαίο.
Οπωσδήποτε, παραείναι περιεκτικοί και «σοφοί» αυτοί οι ποιητικοί αφορισμοί, αν μείνουμε στο νόημα και δεν απαιτήσουμε, τραγούδι, χορό, συν-κίνηση διονυσιακή και απολλώνια.
Για να είμαι ειλικρινής, χρησιμοποίησα αυτό το ωραίο, καλοτυπωμένο, αλάνθαστο και υποδειγματικό βιβλίο από τις καλύτερες νεανικές εκδόσεις προκειμένου να προβληματιστούμε όλοι μαζί και να συζητήσουμε, υπερβαίνοντας τους θλιβερούς διαδικτυακούς μονολόγους μας εις δόξαν του «εγώ», αυτό στο οποίο αναφέρεται με έξυπνο κι αρχαιότροπο ως προς τον τίτλο του τρόπο το ποίημα του Γιώργου Μπακλάκου «Τω αγνώστω εγώ».
Φυσικά και είναι μια ποιητική συλλογή που τιμάει τον συγγραφέα της και θα μπορούσα άνετα να προτείνω για βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου λογοτέχνη τον Γιώργο Μπακλάκο, αν δεν διατηρούσα τις πιο πάνω επιφυλάξεις μου ως προς το «μουσικο-χορευτικό» μέρος της τεχνικής του [ας το πούμε έτσι, όχι χωρίς κάποια δόση ειρωνείας κι αυτοσαρκασμού, γιατί αυτός είναι ένας κοινός παθογενής παράγοντας της νεοελληνικής ποίησης στα χρόνια της Κρίσης, με ελάχιστες εξαιρέσεις, ευτυχώς υπάρχουν κι εκείνοι που κατέχουν, εκτός από την αρχαία μετρική και τη σύγχρονη ρυθμολογία του ελληνικού λόγου].
Και για να κλείσουμε κάπως πιο ευχάριστα, ήδη το πρώτο ποίημα (που άφησα για το τέλος) με τίτλο «Ο ΑΦΙΛΟΣΟΦΟΣ» δείχνει την ανάγκη σύνδεσής μας με την παράδοση και της καταβύθισής μας στο Συλλογικό Ασυνείδητο.