Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας συγγραφέας…

… που λέγεται Πολ Όστερ, έβαζε τον εαυτό του μπροστά στον εαυτό του, σε μια de profundis συνάντηση όπου τα πάντα παίζονταν με ανοιχτά χαρτιά και το αντικαθρέφτισμα του ειδώλου του ήταν καθαρό –δίχως ακκισμούς και ωραιοποιήσεις–, τότε θα έγραφε ένα βιβλίο που θα το ονόμαζε «Ημερολόγιο του χειμώνα».

Μόνο που στην πραγματικότητα θα ήταν τα χειρόγραφα της ζωής του, εκεί στο κατώφλι των 64 ετών, σε έναν απολογισμό που δεν προσκολλάται σε ημερολογιακές αντιστοιχίσεις, αλλά ακολουθεί έναν δικό του κρυφό, ασθματικό, πυρετικό ρυθμό, σαν να είναι μια ανάσα ή πολλές μαζί ή σαν το λαμέντο να παίζεται σε τόνους εύθυμους και σκωπτικούς, αλλά και το χαρμόσυνο να κρύβει μέσα του μια δόση θλίψης για τα πράγματα και τους ανθρώπους που χάθηκαν και δεν θα γυρίσουν.

Τούτο το συγγραφικό (και όχι μόνο) memoir εκκινεί από το παράδοξο ότι βασικός «ήρωας» δεν τίθεται ο συγγραφέας, ούτε ο άνδρας πριν από τον συγγραφέα, αλλά το σώμα. Διότι από αυτό άρχονται όλα. Μέσα στις συντεταγμένες του συντελούνται τα μυστήρια, τα πάθη, οι ομορφιές και οι φρίκες (sic) της ζωής. Αυτό το κορμί που μάτωσε, πλήγωσε και πληγώθηκε, αγάπησε και ρίγησε και έπεσε ξανά και σηκώθηκε ξανά και έκλαψε και ράγισε και θαυμάστηκε, αυτό το σώμα –το δικό του σώμα–, ο Όστερ το θέτει ως τη βασική αρχή για να μιλήσει για τον εαυτό του.

Μόνο που δεν μονολογεί – αντιθέτως, χρησιμοποιώντας τη γενικώς ασύμβατη δευτεροπρόσωπη αφήγηση, είναι σαν να συνομιλεί με έναν «παλιόφιλο» που κάποιες φορές έγινε εχθρός και τις περισσότερες έμεινε ένας ξένος,, διότι μόνο έξω από τον εαυτό μας μαθαίνουμε ποιοι είμαστε. Ο Όστερ ανακυκλώνει γεγονότα της ζωής, δεν τα εκθέτει με χρονική σειρά, δεν έχει σκοπό να αυτοβιογραφηθεί με τρόπο εξαντλητικό, έτσι που να μην ξεχάσει καμία πτυχή του βίου του.

Επιπλέον δεν διστάζει να τσαλακωθεί και να θρυμματίσει την εικόνα του, όχι όμως με τη λογική μιας ετεροχρονισμένης αυτομαστίγωσης, αλλά με σκοπό να τον συνθέσει ξανά. Τώρα που η σπουδαία νιότη πέρασε και τα «ζεστά» βράδια του έρωτα, του πάθους και των εφηβικών καυγάδων είναι πλέον μακριά και ο δρόμος προς το όποιο τέλος φαντάζει πιο κοντινός, ο Όστερ στοχάζεται πάνω στα ένδοξα και τα άδοξα, τα μικρά και τα μεγάλα.

Τα παιδικά και εφηβικά σκιρτήματα, οι γυναίκες με τις οποίες συνδέθηκε, τα πάμπολλα σπίτια που άλλαξε και κάθε ένα κουβαλούσε ένα κομμάτι ζωής, τα ταξίδια που έκανε, τα πρώτα διαβάσματα, αλλά και οι δικές του πρώιμες απόπειρες στη γραφή, οι σχέσεις με τους γονείς του, με τους συγγενείς και με φίλους.

Οι φανατικοί αναγνώστες του Όστερ, ακόμη και σε αυτό το βιβλίο που δεν είναι προϊόν μυθοπλασίας, θα βρουν «απλωμένες» όλες τις αρετές του: διαύγεια γραφής, ευαισθησία, μια λοξή φωτεινότητα και γοητευτική αφήγηση. Ο συγγραφέας του Μπρούκλιν, πριν καν υπάρξει άλλος τέτοιος στην περιοχή, δεν ξεχνάει ούτε στιγμή στο ενεργητικό γράψιμο αυτού του βιβλίου ότι είναι συγγραφέας. Εξ ου και αναφέρεται σε αυτή τη διαδικασία με τη σωματοποιημένη διάστασή της («το γράψιμο είναι κάτι σαν χορός, είναι η μουσική του σώματος»). Δεν λησμονεί το σώμα που φθείρεται και περνάει πλέον στη φάση του χειμώνα, εκείνης της περιόδου που δεν κουβαλάει την ξεγνοιασιά του καλοκαιριού, την ανθοφορία της άνοιξης και τη θλίψη του φθινοπώρου, αλλά ένα βάρος που μέσω της τέχνης γίνεται λιγάκι πιο υποφερτό. Οι φωνές των ανθρώπων που έφυγαν από τη ζωή του τού μιλούν, τους ακούει, συνομιλεί όμως και με τους ζώντες. Μια πόρτα έκλεισε, μια άλλη άνοιξε. Ο συγγραφέας είναι πάντα εκεί να καταγράψει.

Η πολύ εύστοχη μετάφραση ανήκει στη Σταυρούλα Αργυροπούλου.