Διάλογος προφορικού και γραπτού λόγου
Σκέφτομαι τον Ουίλιαμ Μπάροουζ που έλεγε πως η γλώσσα είναι ένας ιός. Σκέφτομαι τον Σάμουελ Μπέκετ που παραδεχόταν πως οι λέξεις ήταν η μόνη του αγάπη. Σκέφτομαι και τον Θανάση Βαλτινό που σε μια παλαιότερη συνέντευξή του στην «Καθημερινή» είχε αποφανθεί ευθαρσώς: «Είμαστε τίποτε άλλο πέρα από γλώσσα;»
Τούτο το άκρως ιδιοσυγκρασιακό και υβριδικό βιβλίο του Θανάση Βαλτινού, διαφορετικό από όλα τα άλλα που έχει γράψει, μα και τόσο κοντά στη δική του προβληματική, μπορεί να πει κανείς πως ανοίγει έναν ολόκληρο διάλογο για τη σχέση της προφορικότητας με τον έντυπο λόγο. Από τη μια πλευρά, η τραχιά και ανεπιτήδευτη ομιλία που δεν ζητάει να φορμαριστεί μέσα σε κανόνες, που δέχεται αδιαλείπτως εξωτερικές παρεμβολές και από την άλλη, η γραπτή εκδοχή των λέξεων, κατάστικτη από εγκοπές, σημεία στίξης, περιχαρακώσεις της γραμματικής και υποταγμένη στα δεσμά του ύφους. Ποια από όλες είναι η πλέον αυθεντική; Είναι, άραγε, ο προφορικός λόγος η μήτρα όλων των λόγων; Μήπως, τελικά, ο γραπτός λόγος, η έντυπη μορφή, είναι μια πράξη φαλκίδευσης του καθαρού λόγου;
Το «Ημερολόγιο της Αλοννήσου» συνοδεύεται από ηχητικό CD και τούτο από μόνο του είναι μια ερμηνεύσιμη πράξη από πλευράς του συγγραφέα. Δίδει και τις δύο εκδοχές, κατατείνει προς την προφορικότητα, όμως, κι ο ίδιος γνωρίζει πολύ καλά πως η έντυπη μορφή, η εκλεπτυσμένη και επίσημη, είναι εκείνη που κερδίζει εν τέλει στα σημεία.
Ο Ρώσος φιλόσοφος Μιχαήλ Μπαχτίν μιλούσε για τη διαλογικότητα, μια θεωρία σύμφωνα με την οποία το άτομο βρίσκεται σε έναν διαρκή διάλογο με κάτι άλλο, ένα άλλο άτομο ή τεχνούργημα (artifact) και μόνο μέσα σε αυτό τον διάλογο αποκτά νόημα. Η θεωρία της διαλογικότητας υποστηρίζει ότι όλα τα νοήματα είναι σχετικά και αποτέλεσμα δύο σωμάτων που καταλαμβάνουν ταυτόχρονα δυο διαφορετικούς χώρους, όπου σώματα μπορεί να είναι τα ανθρώπινα σώματα ή σώματα ιδεών και απόψεων. Η θεωρία της διαλογικότητας αντιλαμβάνεται τον εαυτό ως ένα τριαδικό φαινόμενο που περιλαμβάνει ένα κέντρο, ένα μη-κέντρο και τη σχέση μεταξύ τους. Αυτή η σχέση δεν είναι ποτέ στατική αλλά σε μια διαρκή διαδικασία αλλαγής και επανορισμού της.
Μα, μήπως όλα τούτα δεν συνιστούν έναν καθημερινό, αδιάπτωτο διάλογο ανάμεσα σε αυτό που εκφέρουμε ανεμπόδιστα στον καθημερινό λόγο και ταυτόχρονα τον προβάρουμε στο έντυπο ντύμα του;
Ο Βαλτινός δεν φοβάται να πειραματιστεί θέλοντας να διαγνώσει από πρώτο χέρι ποια είναι η ισχύς της προφορικότητας, αλλά και ποια είναι τα όρια του γραπτού λόγου.
Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη: Ουροβόρος όφις (ένας τέλειος κύκλος όπου τέλος και αρχή ενώνονται σε μια αξεδιάλυτη ένωση), Κάσια Φράγκου/Μικρό ιστορικό, όπου υπάρχει ένας σπαρακτικός μονόλογος μιας ερωτευμένης γυναίκας και ένα τρίτο μέρος όπου φέρει ως κορωνίδα δύο στίχους του ποιητή Γιώργου Μοράρη («Μόνο να αφήσω σε λίγους στίχους/το μνημείο της φωνής μου»), κάτι που αποτελεί ουσιαστικά και την επικεφαλίδα του όλου πειράματος του Βαλτινού. Σπερματικοί διάλογοι ανάμεσα σε ένα ζευγάρι ξένων, εκφωνήσεις από ραδιοφώνου, η φωνή ενός εφημεριδοπώλη, ήχοι της πόλης, ο μονόλογος της Κάσιας: όλα μαζί συγκροτούν ένα αλογόκριτο corpus, ένα παλίμψηστο, ένα διαρκές παζλ που διαλύεται και συγκροτείται αενάως. Η έκδοση συνοδεύεται από την αναλυτική φιλολογική επιμέλεια και το επίμετρο του Κωστή Δανόπουλου.
Ο Θανάσης Βαλτινός, με τη δωρικότητα της γραφής του, την ελλεπτικότητα και την επιμονή του στον προφορικό λόγο που, ναι μεν, τον επεξεργάζεται έτσι ώστε να είναι δημοσιεύσιμος, εντούτοις δεν του αφαιρεί ποτέ τους χυμούς του, δημιούργησε από μόνος του μια σχολή γραφής ολότελα προσωπική. Σε τούτο το βιβλίο δείχνει πως δεν τρέφει κανένα ιερό δέος μπρος στη γραφή, αντιθέτως πράττει κάτι που ελάχιστοι Έλληνες συγγραφείς τολμούν να κάνουν: να δει το παίγνιο της γραφής, του λόγου και των λέξεων ως διαρκές και μόνιμο και όχι ως κάτι κατασκευασμένο και παγιωμένο. Ο παίζων συγγραφέας είναι ο πλέον δημιουργικός, ευφάνταστος και επινοητικός.