«Από εδώ και πέρα θα είμαι για πάντα εγώ η ίδια μου η μητέρα»

Με σύντομες σημειώσεις που αρχίζουν από την ημερομηνία θανάτου της μητέρας του, την 26η Οκτωβρίου 1977, και τελειώνουν στις 15 Ιουνίου 1979, ο Ρολάν Μπαρτ εκτυλίσσει το ημερολόγιο της απώλειας της αγαπημένης, αποκαλύπτοντας μαζί και ένα τμήμα του εαυτού του που πλάστηκε από εκείνη. Στην πραγματικότητα, με την παραπάνω δήλωσή του, την «ανασταίνει» ήδη μεταβολίζοντάς την σε κάθε κύτταρο του.

Ψυχώ; Θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς. Όμως, όχι. Το πένθος του εκφράζεται σε συμφωνία με την κλασική περιγραφή του Φρόιντ, με μερικές ιδιαιτερότητες, όμως, που ανήκουν στο σημειολόγο Μπαρτ. Για την ποιητικότητα παραθέτω: «Η θλίψη σαν πέτρα…(στο λαιμό μου, στο βάθος του εαυτού μου)».

Και ύστερα η υποψία ότι μπορεί να αρχίσει το «ξεπέρασμα»: «Να βλέπεις με φρίκη πόσο πιθανή είναι η στιγμή που η ανάμνηση των λέξεων που μου έλεγε δε θα με κάνει πια να κλαίω».

Σαν μια συλλογή από αυτοβιογραφικά χαϊκού, ο Μπαρτ «αποκαλύπτει», χωρίς να το επιδιώκει, τις αξίες που του εμφύσησε η ανατροφή του αλλά και η συμβίωσή του, εφ’ όρου ζωής, με τη μητέρα. Μια «κοινωνία» χωρίς όρια, ένα συμβιωτικό «ζευγάρι»: «Η μαμά δεν μου έκανε ποτέ παρατηρήσεις – εξ ου και δεν ανέχομαι τις παρατηρήσεις». Αξίες που προσπαθεί να τηρήσει επικρίνοντας τον εαυτό του ότι δεν τα καταφέρνει, κι εκείνη γιατί πέθανε, αφήνοντάς τον να γίνεται το «αντίθετο» από αυτές.

Μικρά τελετουργικά μεταξύ τους εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια μας. Συνήθιζε, καθισμένος δίπλα της, να της κάνει αέρα. Προδίδεται από τη σημείωση των επιθανάτιων λόγων της: «Δεν κάθεσαι καλά», δηλαδή, «έτσι που να με φτάνει ο αέρας». Αργότερα, σε ένα πιο ώριμο στάδιο του πένθους, η αποδοχή ενός  «αποχωρισμού» από εκείνη: «Ο θάνατος της, η βεβαιότητα ότι θα πεθάνω, με γαληνεύει».

Διαβάζοντάς τον κάποιες στιγμές -«όλη μου η ζωή από την παιδική μου ηλικία, ήταν απόλαυση να είμαι με τη μαμά»-, έχει κανείς το δικαίωμα να αισθάνεται μια κάποια αντι-αισθητικότητα (γλυκερότητα) σε δηλώσεις σαν την προηγούμενη; Απαντά ο ίδιος, «διδάσκοντας κατά της ανατροφής του», στη σημείωση με τον τίτλο «Η επιτακτική ηθική μου»: «Το θάρρος της διακριτικότητας. Είναι θαρραλέο να μην είσαι θαρραλέος».

Τελειώνοντας, αναρωτιέται κανείς πόσο θα μπορούσε η μαμά να αποτελεί τον συν-συγγραφέα στα έργα του Μπαρτ. Σίγουρα υπήρξε ο «ψιθυριστής» στη ζωή του, στις έννοιες της διακριτικότητας, της ευφυΐας, της εις βάθος και αμείλικτης έρευνας των λέξεων μέχρις γραμμάτων και, φυσικά,  του αισθητισμού. Ένα βιβλίο που εντείνει τα αισθήματα του αναγνώστη, από τη λυτρωτική διάνοιξη σε ξέφωτα αταλάντευτης και θερμής διάνοιας έως τη φυσική συγκίνηση κάθε παιδιού που χάνει τη μητέρα του.