«Κάστρο δεν ήταν, μ’ άντεξε σαν κάστρο»

«Όταν την καίνε, δεν θα καίγεται, όταν την τρυπούν δεν θα τρυπιέται, όταν τη μαστιγώνουν, όταν της ξεριζώνουν τα νύχια και τα μαλλιά, εκείνης η καρδιά θα τραγουδάει, η σκέψη της θα ’ναι στη νίκη, στις γενιές που θα ζήσουνε ξέγνοιαστα σ’ έναν κόσμο δίχως βαρβαρότητα…»

Η Ηλέκτρα Αποστόλου (1921-1944) ήταν μία από τις πολλές γυναίκες που έδωσαν τα νιάτα τους και τη ζωή τους για την ελευθερία και το δίκιο, τα μαύρα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου. Η συγγραφέας Διδώ Σωτηρίου, στενή φίλη της και συναγωνίστρια, έγραψε αυτή τη μυθιστορηματική μαρτυρία ως φόρο τιμής σε μια γενναία ψυχή που βρήκε μαρτυρικό θάνατο τον Ιούλιο του 1944 στα χέρια των Γερμανών κατακτητών και των Ελλήνων συνεργατών τους, στα 32 της χρόνια, λίγους μήνες πριν από την απελευθέρωση τον Οκτώβρη του ίδιου έτους.

Με λόγο απλό, που ρέει σαν προφορικός, φορτισμένος από συναίσθημα όχι θλίψης μα θαυμασμού για την προσωπικότητα της Ηλέκτρας, το κείμενο είναι συγχρόνως ένα χρονικό της Κατοχής και της Αντίστασης, αφού καταγράφεται από την πένα της Διδούς Σωτηρίου όλη η φρίκη, η βία, η πείνα, ο ανθρώπινος εξευτελισμός, αλλά και το ανθρώπινο μεγαλείο εκείνων που πολέμησαν εναντίον τους. Εβδομήντα χρόνια μετά τη δολοφονία της στο επιταγμένο από τους Γερμανούς ξενοδοχείο «Κρυστάλ» στην πλατεία Βικτωρίας, η Ηλέκτρα Αποστόλου ζωντανεύει στην έκδοση αυτή από τον «Κέδρο» με πρόλογο από τον Νίκο Μπελογιάννη, το γιο της Έλλης Παππά, αδερφής της Διδούς Σωτηρίου.

Η αφήγηση ξεκινά το 1942, με ένα παιδικό γέλιο πίσω από τα σίδερα: η Ηλέκτρα στο Τμήμα Μεταγωγών της Αθήνας παίζει με την τρίχρονη κόρη της, την Αγνή. Σε λίγο θα την αποχωριστεί, αφού θα παραδώσει το παιδί σε φίλους της κι εκείνη θα αποδράσει. Η μορφή που αναδύεται μέσα από τις σελίδες είναι εκείνη μιας γυναίκας πάντα χαμογελαστής, ακόμα και στη φυλακή, πεισματάρας και φλεγόμενης από το πάθος για τη λευτεριά. Μεγαλωμένη σε αστική οικογένεια και μαθήτρια της Γερμανικής Σχολής, «από τότε που κατάλαβε πως πρέπει ν’ αγωνίζεται για έναν καλύτερο κόσμο, τράβηξε ίσια, ολόισια στο σκοπό της. Ό,τι έβλαφτε αυτόν, έβλαφτε και την ίδια».

Ψηλή και λυγερή σαν Καρυάτιδα, όπως την περιγράφει η συγγραφέας, εμψυχώνει τους φυλακισμένους, τους πεινασμένους, τους φοβισμένους, και δεν κάνει βήμα πίσω. Ακόμα και μέσα στο «σφαγείο», όπου «όποιος έμπαινε άσπριζαν τα μαλλιά του και έλιωνε μέσα σε ώρες», εκείνη δεν το βάζει κάτω: σχεδόν κατορθώνει να δραπετεύσει, αλλά η κακή ώρα εμφανίστηκε μπροστά της στο πρόσωπο μια άλλης γυναίκας, μιας Ελληνίδας που δούλευε καθαρίστρια στο «Κρυστάλ». Όταν η Ηλέκτρα την παρακαλεί να μη μιλήσει για να μπορέσει να γλιτώσει, εκείνη βάζει τις φωνές… Έτσι βρίσκεται και πάλι στα χέρια των βασανιστών της για να βγει πια ως πτώμα με τον αριθμό 59.953. Η ιατροδικαστική έκθεση στο κλείσιμο του βιβλίου περιγράφει τα όσα πέρασε τις τελευταίες της ώρες.

Κι όμως, παρά τη φρίκη των βασανιστηρίων, της πείνας, της σκλαβιάς και της προδοσίας, κλείνοντας το βιβλίο η καρδιά σου τραγουδά… Λες και αντί να φοβηθείς, γίνεσαι πιο γενναίος, πιο ψηλός, πιο αποφασισμένος να ζήσεις και να παλέψεις. Είναι ένα χάρισμα που όλοι οι σημαντικοί άνθρωποι το έχουν, φωτίζουν και τη δική σου ζωή, ακόμα κι αν δεν τους γνώρισες ποτέ. Μια γυναίκα πρότυπο, για να μετρήσεις τη ζωή σου με τη δική της, ήταν η Ηλέκτρα Αποστόλου: «Αν της πεις πως καίγεται το μπρος μέρος του σπιτιού, θα σου απαντήσει “Καλά, θα βγούμε από το πίσω!’’ Κι αν της πεις πως καίγεται ολόκληρο το σπίτι και πάλι δε θα τα χάσει. Θα σου πει με όλη τη φυσικότητά της: “Ωραία, τότε θα επιχειρήσουμε να βγούμε μέσα από τις φλόγες!’’»