Ο Παναγιώτης Ρίζος γεννήθηκε το 1964 στην Αθήνα, όπου ζει και εργάζεται ως δικηγόρος. Το πρώτο του βιβλίο, που κυκλοφόρησε προ διετίας, με τον παράδοξο τίτλο «Τηγανητές γοργόνες», αφορά 51 μικρές ιστορίες για τις παράξενες πλευρές της καθημερινότητας κινούμενες μεταξύ φανταστικού και πραγματικότητας. Η «Ικετηρία» είναι η δεύτερη συλλογή διηγημάτων του στην οποία πραγματεύεται το κρίσιμο θέμα των ημερών μας, το προσφυγικό. Οι πρόσφυγες του πολέμου της Συρίας χάνουν κατά εκατοντάδες τη ζωή τους στα θαλάσσια ύδατα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Σχετικός με το θέμα είναι και ο τίτλος «Ικετηρία», καθώς «ικετηρία» στην αρχαία Ελλάδα ονόμαζαν ένα κλαδί ελιάς περιτυλιγμένο με άσπρο μαλλί προβάτου και το κρατούσαν όσοι κινδύνευαν και αναζητούσαν καταφύγιο, άσυλο και σωτηρία σε ξένη χώρα.

Η συλλογή περιλαμβάνει 12 φανταστικές ιστορίες για πρόσφυγες, ικέτες, συνοριοφύλακες, θεατές, ικετευόμενους, εμπόρους, διακινητές. Οι ιστορίες αυτές συναγωνίζονται επάξια την οικτρή και τραγική πραγματικότητα των προσφύγων. Ο συγγραφέας δεν αναλώνεται στην καταγγελία κρατών και εξουσιών, ούτε σε διδακτισμούς κοινωνικού περιεχομένου.

Μια οικογένεια προσφύγων που όταν κατορθώνει και φεύγει από την Ελλάδα προσφέρει πολύτιμα κοσμήματα ως δείγμα ευχαριστίας για τη φιλοξενία που τους πρόσφερε ένα ζευγάρι Ελλήνων στην Κρήτη. «Thank you very much, God bless you και διπλωμένα σε τρεις χαρτοπετσέτες δικές μας τα δύο χρυσά σκουλαρίκια σε σχήμα μικρής γάτας που φορούσε η μεγάλη κόρη…» (σελ. 18). Διακινητές που συναλλάσσονται με τους πρόσφυγες και από τις δύο μεριές του Αιγαίου. Αξιωματικοί της διεθνούς φύλαξης των θαλάσσιων συνόρων που τινάζουν στον αέρα τις βάρκες των προσφύγων. «Οι οδηγίες ήταν σαφείς. Έπρεπε να αναχαιτιστούν με κάθε τρόπο, ανεξαρτήτως… Τότε, όταν πλησιάζαμε, όπως ήταν οι οδηγίες, βάζαμε ακουστικά στ’ αυτιά μας να μην ακούμε, και ποντίζαμε τις νάρκες προς την πορεία τους, σπέρναμε δέκα με δεκαπέντε κάθε φορά, για να μην μπορέσουν να ξεφύγουν,…» (σελ. 35). Καπετάνιοι που πυροβολούν εν ψυχρώ τα απεγνωσμένα πλήθη. Πλωτό μουσείο με εκθέματα των πνιγμένων. «Σε λίγο αρχίζεις και διακρίνεις τα εκθέματα. Είναι όλα πρωτότυπα. Πτώματα σε όρθια, κατακόρυφη, κεκλιμένη ή ανάποδη στάση, με τα πόδια ανοιχτά, τα χέρια ελεύθερα να πλέουν, τα μαλλιά τους να κυματίζουν, με πρόσωπα και σώματα σε όλη την κλίμακα αποσύνθεσης, ανάλογα, … » (σελ. 57). Νεκροί που αναζητούν ένα ύστατο μνημόσυνο, μια τελευταία ευκαιρία.

Μια υπερρεαλιστική υπέρβαση της πραγματικότητας σε έναν κόσμο όπου το παράλογο κυριαρχεί. Όλες οι υποθέσεις είναι δοσμένες από τη ματιά των πρωταγωνιστών, είτε είναι οι ίδιοι οι πρόσφυγες είτε οι κάτοικοι των νησιών είτε οι έμποροι-διακινητές. Ο αναγνώστης μετά την κάθε ιστορία μένει με ένα αίσθημα ότι η ανθρώπινη φρίκη δεν έχει όρια. Η «Ικετιρίγια»  (όπως πρόφεραν την «ικετηρία» οι πρόσφυγες στη γλώσσα τους), η ομώνυμη ιστορία, αναφέρεται σε παλιούς κώδικες επικοινωνίας που δεν ισχύουν πια, που καταστρατηγούνται καθημερινά.

Σε πολλά από τα διηγήματα το φανταστικό και το ρεαλιστικό συνυπάρχουν και συλλειτουργούν, βοηθώντας τον συγγραφέα να εκφράσει την απέχθεια και τον αποτροπιασμό του για τη νοσηρή αυτή πραγματικότητα. Η αφήγηση άλλοτε είναι ρεαλιστική και άλλοτε αγγίζει τα όρια της υπερβολής, της πιο ακραίας φαντασίας, αποδίδοντας επάξια τη φρίκη της οδυνηρής αυτής πραγματικότητας.