Διηγήματα ως θεατρικά προσωπεία

Κατά την εκτίμησή μου, η Ελένη Γκίκα έχει μία τόσο ξεχωριστή συγγραφική φωνή που δεν εντάσσεται σε καμιά λογοτεχνική κατηγορία και «ταμπέλα»: μαζί με τη Ζυράννα Ζατέλη, είναι οι δύο υπέροχες «ξωτικιές» της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας και είμαστε πολύ τυχεροί που μας τιμούν με τα γραπτά τους και τη μαγεία τους. Στην παρούσα συλλογή διηγημάτων επανέρχεται ως μονίμως ιδεολογικά ύποπτη, με 23 διηγήματα-θεατρικά προσωπεία, 23 «εσωτερικές» ιστορίες γυναικείας ζωής με διαφορετικά ονόματα και συνισταμένες, αλλά με κοινό τους στοιχείο ότι κάτω από τη μάσκα παραμένουν ψυχές ζωντανές, τρυφερές, ενίοτε παιδικές, αιμάσσουσες.

Οι ηρωίδες της φευγάτες, ονειρικές, ξεχωριστές, τραυματίες της αγάπης και της αμείλικτης πραγματικότητας: Μια Ρόζα που είναι κάκτος και ονειρεύεται ιβίσκους, νεραγκούλες και καμέλια ιαπωνική, αυτοκρατορική, μια Ζέλντα που εξακολουθεί να αγαπά ακόμα κι όταν ο εαυτός της χαθεί, μια Λόλα, «έξω ψυγείο, μάρμαρο, πάγος» και μέσα «σκαντζόχοιρος που αιμορραγεί», μια γυναίκα που έγινε αυτί, μια Μύρνα που αδίκως την ψάχνουν, μια Χανελόρε που γίνεται άλλη, αναλόγως του πώς τη βλέπει κανείς, η νεραϊδούλα των flower fairies η αυτοκαταστροφική, μία εργασιομανής και μία εμμονική, μία σύζυγος-Πηνελόπη πιστή, μια έγκλειστη ευτυχής, μία άλλη που επιστρέφει, μια που φοβάται και μια που τραυλίζει και μένει εκεί…

Η απώλεια σε όλες της τις μορφές, ο χρόνος που άλλοτε είναι κερδισμένος και άλλοτε χαμένος, οι ρίζες μας ακόμα ισχυρές έστω κι αν «ξεριζωθήκαμε», η μοναξιά και τα λουλούδια που ανθίζουν στο έδαφός της, ο έρωτας παρών, απών, νεκρός, φάντασμα που σέρνει τις αλυσίδες του στα δωμάτια της ψυχής ή ανάμνηση τόσο φωτεινή που το θαύμα αρκεί όχι για μία αλλά για πολλές ζωές: αυτές είναι οι αγαπημένες θεματικές της Ελένης Γκίκα και σε αυτό το πιο αυτοβιογραφικό βιβλίο που έχει τολμήσει όπως λέει η ίδια, της προσφέρουν και πάλι το υλικό για να χτίσει ιστορίες και πρόσωπα, αφηγήσεις και μάσκες, αληθινή ζωή και σκηνικά θεατρικά, όλα ζωντανεμένα στις σελίδες της συλλογής με την τρυφερή ματιά της, τις βιωμένες (και όχι «τιμής ένεκεν») διακειμενικές αναφορές και την πένα της τη μαγική.

Δεν είναι ποτέ εύκολο να γράψεις για ένα συγγραφέα που θαυμάζεις και για έναν άνθρωπο που αγαπάς, όπως και να ’χει όμως θαρρώ πως αυτό που μπορώ να πω αντικειμενικά για τη γραφή της Ελένης Γκίκα είναι πως κάθε φορά με γοητεύει με τα μάγια της (και δεν υπάρχει καλός συγγραφέας που δεν είναι μάγος), με περικλείει στις ιστορίες της και μου ανοίγει τον κόσμο της. Κι αυτός ο κόσμος είναι εσωτερικός, ιδιόμορφος, ποιητικός: ένας μυστικός κήπος στον οποίο από βιβλίο σε βιβλίο η συγγραφέας ανοίγει μια πύλη για όσους επιθυμούν (αλλά και μπορούν) να περιπλανηθούν για λίγο – όσο ξετυλίγεται ο μύθος. Και εκείνο που κρατώ ως πολύτιμο από αυτή την περιπλάνηση στον κήπο της είναι η ομορφιά και η ποίηση, ο πόνος που άλλο αντίδοτο δεν έχει από τον άνθρωπο, και κυρίως το θαύμα «που πρέπει να σου ανήκει για να γίνει».