Ψυχογράφημα φροϊδικών πεποιθήσεων και ρεαλιστικών επιδιώξεων, γραμμένο επιμελημένα και προσεκτικά από τη Μαριάννα Τυρέα-Χριστοδουλίδη, που γεννήθηκε στον Πύργο Ηλείας, ζει στην Αθήνα, σπούδασε Γαλλική Φιλολογία στην Αθήνα και στο Παρίσι και ασχολήθηκε ιδιαιτέρως με την ψυχολογία του παιδιού και του εφήβου. Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής (αφηγήτρια στη συγκεκριμένη περίπτωση) καταβυθίζεται στο παρελθόν της για να κατακτήσει την αυτογνωσία και τη γαλήνη διά της αποδοχής της περιέργου μητρός της, που εμφανίστηκε μετά θάνατον στον ύπνο της ταλαιπώρου κόρης και της έδωσε ένα μήνυμα για κάποια Αγγελική. Μα ποία ήτο αυτή η Αγγελική; Πρέπει να φτάσεις μέχρι το τέλος του βιβλίου για να αποκαλυφθεί το μυστήριον. Μέχρι τότε η παθούσα και πάσχουσα αφηγηματική φωνή περνάει μέσα από τάσεις φυγής, οργής, απόρριψης των πάντων (του ψυχαναλυτού συμπεριλαμβανομένου), αυτο-οίκτου, απαξίωσης εαυτού κι αλλήλων κι αυτοτιμωρίας. Ο ψυχαναλυτής σημαίνεται αλλά δεν φαίνεται. Ακόμα και οι σποραδικές παρεμβάσεις-ερωτήσεις-διαγνώσεις του εικάζονται από την αντίδραση της ψυχαναλυομένης. Στη σελίδα 57 εμφανίζεται η δεύτερη μονολογούσα αφηγηματική φωνή στη μαγνητοφωνημένη αφήγηση της Ελένης. Και στο Επίμετρο, το λόγο λαμβάνει η συγγραφέας, υπό μορφήν ενός τρίτου μονολογούντος αφηγητού (του αόρατου-φανταστικού ψυχαναλυτή μήπως;), ως «από μηχανής θεός» μάς δίνει το τέλος της ιστορίας περιπλέκοντας περισσότερο τα πράγματα για το εάν η αφηγούμενη κατάσταση είναι βασισμένη σε πραγματικό περιστατικό∙ κι αν ναι, σε ποιο βαθμό; Θεωρώ το επίμετρο τελείως περιττό στην πλοκή. Θα ήταν καλύτερα αν σταματούσε το βιβλίο με τη φράση: «…Χάνομαι μέσα της. Γίνομαι ένα μ’ αυτήν. Γίνομαι αυτή. Τρομάζω γιατρέ… Τι θ’ απογίνω;». Βεβαίως, η κριτική είναι μια μοναχική, υποκειμενική κι απελπισμένη υπόθεση. Όμως ως επαρκής αναγνώστης ο κριτικός λογοτεχνίας δικαιούται να εκφράζει ενυπογράφως τις απόψεις του και να θέτει ερωτήματα.
Μέχρι το επίμετρο, ο δραματικός μονόλογος της κόρης που πασχίζει να αποδεχθεί την έλλειψη μητρικής στοργής από την εκλιπούσα Αντριάνα κερδίζει σε μελοδραματικούς τόνους, που εξισορροπούνται από το στοιχείο της ειρωνείας και του αυτοσαρκασμού. Η αληθοφάνεια του προσώπου και των περιγραφομένων καταστάσεων είναι εκπληκτική. Όμως ακόμα κι αν το δραματικό πρόσωπο σχεδιάστηκε «εκ του φυσικού» όπως λέμε στη ζωγραφική, το δημιούργημα υπερέχει του όποιου μοντέλου, αφού η αφήγηση έχει ρυθμό, καλαισθησία και μαθηματική δομή.
Η ιδιόλεκτος είναι προσεκτικά καθημερινή κι ελαφρώς εξατομικευμένη, χωρίς να λαμβάνεται ιδιαίτερη μνεία για την πρόκληση εντυπώσεων μέσα από τη χρήση ιδιωματισμών ή σχοινοτενών φράσεων. Η συγγραφέας αποφεύγει νεολογισμούς και γλωσσοπλαστικές επιδείξεις δεινότητος. Η γραφή της είναι χρηστικά λειτουργική και πρακτικά στοχευμένη στο κοινωνούμενο νόημα. Αυτό δε σημαίνει, βεβαίως, ότι η λογοτεχνικότητα λανθάνει. Αντιθέτως. Παράγεται στο μυαλό του συνδημιουργού αναγνώστη ένα παράλληλο εσωτερικό τοπίο, όπου τα αφανή «χρώματα» και οι άδηλες «μουσικές» δεν ανευρίσκονται στον τυπωμένο «καμβά» του χαρτιού. Αυτό το πεζογραφικόν τάλαντον είναι αξιοσημείωτο.
«Στην απλότητα η σοφία, στη λακωνικότητα η ευστοχία» (δικό μου γνωμικό μπούρειας εμπνεύσεως και κοπής). Η Μαριάννα Τυρέα-Χριστοδουλίδη έγραψε μια εύστοχη νουβέλα, ενώ θα μπορούσε να συγγράψει ένα πολυσέλιδο μυθιστόρημα-τοιχογραφία μιας ταραγμένης εποχής.