Στο βιβλίο της καθηγήτριας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Λένας Διβάνη, ανιχνεύονται οι πιο θεμελιώδεις όψεις της σχέσης της Ελλάδας με τους «ξένους», από την εποχή που ο Γεώργιος Φιλάρετος έγραφε το πόνημά του «Ξενοκρατία και βασιλεία εν Ελλάδι, 1821-1897» (1897), έως σήμερα. Αρχίζει από τις συνθήκες της ίδρυσής της που ήταν καθοριστικότατες, και τελειώνει το 1940, οπότε η χώρα μπαίνει στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και παίρνει μια άλλη στροφή στο πλαίσιο του διπολισμού.

Τι σημασία είχε για ένα μικρό εσωστρεφές βαλκανικό κράτος σαν την Ελλάδα, που βίωσε τραυματικά και ξενοφοβικά τον 19ο αιώνα, η θριαμβευτική ίδρυση τού πρώτου διεθνούς διακρατικού οργανισμού και η πολυπλόκαμη ανάδυση τού διεθνούς παράγοντα μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο; Πώς αντέδρασαν η κοινωνία και ο κρατικός μηχανισμός σε κάθε τι «εισαγόμενο» – όχι μόνο στις πολιτικές και οικονομικές δουλείες αλλά και στις ιδέες, στις οργανώσεις, στις πολιτικές πρωτοβουλίες, στα κοινωνικά κινήματα, στις τεχνολογικές εξελίξεις; Ο κόσμος μεταβαλλόταν δραματικά, πόση όμως αλλαγή μπορούσε να απορροφήσει η Ελλάδα και γιατί; Και για ποιους λόγους ήταν διαχρονικά και μονόπλευρα στραμμένη με δέος αλλά και μίσος ταυτόχρονα στη Δύση, αδιαφορώντας για τους γείτονές της; Γιατί εντέλει ήταν και παραμένουν αντίπαλοι η Ελλάδα και οι «ξένοι» από το 1821 μέχρι τις μέρες μας;

Ειδικά σήμερα τα ερωτήματα αυτά χρειάζονται επειγόντως νέες απαντήσεις. Μια απόπειρα επιχειρείται στο βιβλίο αυτό, εστιασμένη στα «ημέτερα πταίσματα». Διότι μπορεί η μόνιμη επιδίωξη της Δύσης να ήταν πάντα να μας χωρέσει «στα δικά της παπούτσια», όπως δήλωσε κάποτε ο Οδυσσέας Ελύτης, αλλά το πραγματικό ερώτημα είναι αν εμείς επιχειρήσαμε ποτέ σοβαρά να βαδίσουμε με τα δικά μας.

Η προσοχή της Λένας Διβάνη στρέφεται στον τρόπο που αντέδρασε η κοινωνία και ο κρατικός μηχανισμός σε κάθε τι «εισαγόμενο»: όχι μόνο στις οικονομικές και πολιτικές δουλείες, αλλά και στις ιδέες, στις οργανώσεις, στις εφημερίδες και στα περιοδικά, στις πολιτικές πρωτοβουλίες, στα κοινωνικά κινήματα, στις μόδες, στις τεχνολογικές εξελίξεις. Ακόμα περισσότερο, τι σήμαινε για τη χώρα των Προστάτιδων Δυνάμεων να συνδιαλλάσσεται και να αλλάζει λόγω της αναγκαστικής πια συμμετοχής της σε διεθνή φόρα, με τους όρους και τις απαιτήσεις τους. Ο κόσμος μεταβαλλόταν τότε δραματικά, αλλά πόση αλλαγή μπορούσε να απορροφήσει η Ελλάδα και γιατί; Και γιατί ήταν τόσο μονόπλευρα στραμμένη στη Δύση, αδιαφορώντας για τους γείτονές της; Γιατί εντέλει ήταν και παραμένουν αντίπαλοι η Ελλάδα και οι «ξένοι»;