Ξηρασία
«Ο θάνατος δεν ήταν άγνωστο φαινόμενο μέχρι τότε στο αγρόκτημα, και οι κρεατόμυγες δεν είναι έντομα που μεροληπτούν. Για κείνες ελάχιστη διαφορά υπάρχει ανάμεσα σ΄ ένα ψοφίμι ζώου και σ΄ ένα ανθρώπινο πτώμα.
[…] Οι κρεατόμυγες τουλάχιστον ήταν ικανοποιημένες. Αν και τα ευρήματα εκείνης της μέρας ήταν ασυνήθιστα. Μικρότερα και με λεία σάρκα. Όχι ότι αυτό είχε καμία σημασία. Αυτά που μετρούσαν ήταν τα ίδια. Τα απλανή μάτια. Οι ανοιχτές πληγές.»
(σελ. 9-10)
Η ιστορία του πρώτου βιβλίου της Jane Harper «Ξηρασία» λαμβάνει χώρα στην Κιβάρα, μια μικρή αγροτική πόλη του νότου της Αυστραλίας, κατά την περίοδο της μεγάλης ξηρασίας, ένα φυσικό φαινόμενο που επηρεάζει με δραματικό τρόπο το περιβάλλον, αλλά και τις σχέσεις των ανθρώπων. Έπειτα από δύο χρόνια που δεν έχει πέσει ούτε σταγόνα βροχής, οι άνθρωποι φτάνουν στα όριά τους, οικονομικά και ψυχολογικά, ενώ οδηγούνται σε ακραίες λύσεις, όπως το να σκοτώσουν τα ζώα τους επειδή δεν μπορούν πια να τα ταΐσουν. Τότε είναι που ο Λιουκ Χάντλερ σκοτώνει την οικογένειά του και μετά αυτοκτονεί. Και οι εντάσεις που υποβόσκουν στην κοινότητα γίνονται αφόρητες, ζητώντας εξιλαστήριο θύμα για να ξεσπάσουν.
Ένα θρίλερ που καθηλώνει από τις πρώτες αράδες, με καλοστημένη πλοκή, στο οποίο δύο εγκλήματα αναζητούν λύση: οι θάνατοι των Χάντλερ στο σήμερα και αυτός του πνιγμού της Έλι Ντίκον πριν από είκοσι χρόνια. Ένα έγκλημα που οδήγησε τότε τον Άρον Φαλκ σε άτακτη φυγή από τη γενέτειρά του μαζί με τον πατέρα του. Τώρα ο τελευταίος, αστυνομικός πια, επιστρέφει για πρώτη φορά στην Κιβάρα, εν μέσω αποπνικτικής ζέστης και εντόμων, για τις κηδείες του παιδικού του φίλου Λιουκ και της οικογένειάς του, με σκοπό να παραμείνει εκεί μόνο δεκαοχτώ ώρες και έπειτα να επιστρέψει στη Μελβούρνη. Η αναπόφευκτη συνάντηση όμως με παλιούς γνωστούς και ιδιαίτερα με τους γονείς του Λιουκ ξυπνούν επώδυνες αναμνήσεις που μαζί με το μίσος που εισπράττει από τους περισσότερους κατοίκους, τον αναγκάζουν να αναζητήσει την αλήθεια. Σε συνεργασία με τον τοπικό αστυνόμο ξεκινούν μια ανεπίσημη έρευνα, η οποία όσο οι μέρες περνούν φέρνει στο φως καλά κρυμμένα μυστικά, πληροφορίες και στοιχεία που συνηγορούν στο ότι ο Λιουκ δεν είναι ο δολοφόνος. Τι συνέβη τότε;
Η αφήγηση, άμεση με διαρκή flash back. Ένα τέχνασμα χάρη στο οποίο ο αναγνώστης μαθαίνει από πρώτο χέρι τι συνέβη τότε –είκοσι χρόνια πίσω, αλλά και λίγες μέρες πριν από τους φόνους– και όχι μέσω της αφήγησης τρίτων. Κάτι που καθιστά βέβαια την αντικειμενική παρουσίαση των γεγονότων.
Κάθε κεφάλαιο, κάθε σελίδα της «Ξηρασίας» είναι ένας γρίφος. Είναι λες και η συγγραφέας διαρκώς σε ξεγελάει, καθώς σε κάθε γύρισμα σελίδας όλοι μπορούν να είναι ένοχοι.
Ατμοσφαιρικό, εθιστικό, δυνατό. Με αφήγηση που ρέει αβίαστα και περιγραφές της φύσης και της περιρρέουσας ατμόσφαιρας που καθηλώνουν. Ένα μυθιστόρημα που δεν σου επιτρέπει να το αφήσεις μέχρι να φτάσεις στην τελευταία σελίδα.
Στα συν και η άψογη μετάφραση της Χίλντας Παπαδημητρίου.