Ο Γιάννης Τσίρμπας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1976. Είναι εκλεγμένος λέκτορας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών και εργάζεται ως ειδικός επιστήμονας ανάλυσης της επικοινωνίας. Εκτός από επιστημονικές εργασίες, δημοσιεύει άρθρα και βιβλιοκριτικές στον τύπο και στο διαδίκτυο. Διηγήματά του έχουν βραβευθεί σε πανελλαδικούς διαγωνισμούς, έχουν συμπεριληφθεί σε συλλογικούς τόμους και έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά. «Η Βικτώρια δεν υπάρχει» είναι το πρώτο του λογοτεχνικό βιβλίο.

Ένας άνδρας (ο αφηγητής) ταξιδεύει με το τρένο, επιστρέφοντας στην Αθήνα. Ένας συνταξιδιώτης του, λίγο πριν φθάσουν στο τέρμα, του μιλάει για τη ζωή του στην πλατεία Βικτωρίας. Δεν ξέρουμε σχεδόν τίποτα για τους δύο συνεπιβάτες. Αυτός που μιλάει είναι περίπου σαράντα χρονών, δουλεύει περιστασιακά, έχει αυτοκίνητο και μένει με τους γονείς του στην ίδια γειτονιά όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε. Αυτός που ακούει και παρεμβαίνει χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον (από ευγένεια μάλλον) στον μονόλογο του απέναντί του, γεννήθηκε στην Αγία Παρασκευή, έχει κινητό με σύνδεση στο Ίντερνετ, είναι παντρεμένος.

Από τις πρώτες γραμμές καταλαβαίνουμε ότι το «θέμα» αυτής της νουβέλας είναι οι ξένοι. Βορειοαφρικανοί που καπνίζουν χασίς στην πλατεία, Πολωνοί και πολίτες της πρώην ΕΣΣΔ, Αλβανοί, Ρουμάνοι και Βούλγαροι, Πακιστανοί, Αφγανοί, από το Μπανγκλαντές. Δεν ξέρουμε, αλλά θα αποκαλυφθεί στη συνέχεια, ότι αυτός που μιλάει έχει καταστρώσει ένα σχέδιο εξόντωσής τους και ότι αυτός που τον ακούει, αν και μάλλον δεν συμφωνεί μαζί του, μένει ουσιαστικά απαθής.

Ο λόγος του συγγραφέα σε «κτυπά» με το βάρος της πραγματικότητας που φέρει. Οι περιγραφές της περιοχής σε κάνουν να θέλεις να περπατήσεις εκεί, να ανιχνεύσεις το παρελθόν, να αντιμετωπίσεις το παρόν. Όμως δεν μπορείς. Γιατί;

«Για πρώτη φορά γυρίζει και με κοιτάζει ίσια στα μάτια. Ψάχνω σε αυτή τη μοναδική στιγμή να καταλάβω. Να τον καταλάβω. Αλλά δεν βλέπω τίποτα στο βλέμμα του, μόνο πραγματική απορία. Όμως η απορία δεν είναι κίνητρο. Δεν μπορεί να είναι κίνητρο μια απλή απορία. Καταλαβαίνω γιατί δεν τον ρωτάω τίποτα ουσιαστικό. Δεν τον ρωτάω γιατί δεν ξέρω. Πώς να εξηγήσεις όλα αυτά που γίνονται; Για να τα καταλάβω, χρειάζεται να τα δω στις ειδήσεις. Διαφορετικά δεν παίρνουν υπόσταση. Δεν υπάρχουν. Δεν τα χωνεύεις διαφορετικά. Πρέπει κάποιος να σ’ τα σερβίρει. Αλλά χωρίς να μπορεί να σε αγγίξει, χωρίς να υπάρχει έστω και η πιθανότητα μιας επαφής. Έχω ανάγκη μια οθόνη. Μακάρι να μπορούσε να παρεμβληθεί μια οθόνη μεταξύ μας» (σελ. 39).

Η Βικτώρια δεν υπάρχει. Έχει «χαθεί» για τους παλιούς κατοίκους της, αν και όχι με τον τρόπο που υπονοεί αυτός που μιλάει σε αυτή τη νουβέλα (και όχι ο αφηγητής). Δεν υπάρχει, γιατί δεν είναι πουθενά καταγεγραμμένη μια περιοχή που να λέγεται Βικτώρια. Ο επιστήμονας-συγγραφέας καταφέρνει να αποτυπώσει λογοτεχνικά αυτό από το οποίο αποστρέφουμε τα μάτια, υπάρχει όμως, κυλάει και μετασχηματίζεται διαρκώς.