Σπανίως εμπνέομαι δευτερογενώς από τα ποιήματα άλλων. Ο Γιώργος Ν. Ευσταθίου, ο ποιητής, ο άνθρωπος, ο καλλιτέχνης της Ζωής αποτελεί εξαίρεση. Ιδού η ποιητική μου συμβολή στην πρόσληψη (reception) του έργου του:
ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ
Ο Έρωτας στη μεταφυσική του λιτότητα.
Πόνος του χωρισμού
Σαν οστεότητα,
Σαν οστέινη ταπεινότητα θρυπτής Ύλης,
Ασβεστοποίηση των αρθρώσεων
Όπως διαλυθούν με το νερό
Στην κρήνη της Μνημοσύνης,
Εκεί που πλησμονή
Παρηγορείται
Και Λήθη δεν επιτρέπεται.
10-12/5/2017, Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης.
Όμως ας γυρίσουμε στο βιβλίο:
Η τρυφερότητα των άκρων
τραγουδάω σιγά να μη μ’ ακούσει ο θεός
ψιθυριστά εκεί ανάμεσα λέω τ’ όνομά σου
Ήδη από το μότο όλης της συλλογής, καθώς και από το ομότιτλο ποίημα, ο Έρωτας ως ιεροσυλία, στα όρια της θρησκευτικής λατρείας του σωματικού και ταυτόχρονα μετά-φυσικού πάθους, ο έρωτας ως οιμωγή και έσχατη καταφυγή προκειμένου να απαλλαγεί η ομιλώσα ποιητική φωνή από το υπαρξιακό άγχος και τον αρχετυπικό φόβο του Θανάτου, της ανυπαρξίας, της ανεξιχνίαστης α-σωματικότητος, που ως ασύλληπτος αυτόχρημα καθίσταται πρωτογενής πηγή αν-ησυχίας.
Η ΤΡΥΦΕΡΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΑΚΡΩΝ
Έσκυψε και ξαφνικά του φίλησε τα πόδια
σημάδι ολοφάνερο της άγριας τρυφερότητας
έμοιαζε κύμα ορμητικό που σκάει στην άμμο
η μέσα θάλασσα βρήκε διέξοδο∙ τον τρόπο.
Τα πήρε μες τα χέρια του μ’ όλο τον σεβασμό
ωραία πέλματα, τόσο γερά, καλοσχηματισμένα
με δάκτυλα συμμετρικά, δέρμα σχεδόν εφηβικό
– μακάρι να βρισκόταν πρόχειρο κανένα μύρο.
Τα πήρε μες τα χέρια του με δέος∙ σιωπηλός
τα σκέπασε με χάδια∙ για ώρα τα κράτησε απαλά
όπως κρατάς καμιά φορά προτού να κοιμηθείς
ένα βιβλίο ανοιχτό στην τελευταία του σελίδα (σελ. 9 του βιβλίου)
Απόηχοι του μύθου της Μαγδαληνής, όχι βεβαίως ως μετανοούσας πόρνης, αλλά ως βιωμένης σωματικότητας, στα όρια του υπεραισθητού. Η ερωτική έκσταση αγγίζει τα όρια του διαλογισμού σε κίνηση ή σε στάση. Η ερωτική έξαψη αποκτά σχεδόν θρησκευτικές διαστάσεις. Και η λατρεία του σώματος ενός άλλου μεταθέτει την αναμενόμενη λατρεία προς τον Δημιουργό σε λατρεία του δημιουργήματος: συνεκδοχή (το μέρος αντί του Όλου, και πώς να χωρέσει το Άπαν στο υλικό ανθρώπινο κρανίο;).
ΟΙ ΕΡΙΝΥΕΣ
Η Απουσία, η Σιωπή, η Εγκατάλειψη
του βίου μου οι Ερινύες ξεθωριάζουν
όταν στα χείλη σου ανθίζει το χαμόγελο
μισό αληθινό ή ψεύτικο∙ τι σημασία έχει; (σελ. 13 του βιβλίου)
Και φυσικά η Ενοχή δεν θα μπορούσε να λείπει. Είναι το αλατοπίπερο των μεταφυσικών ερωτικών συνευρέσεων, είναι ο ελλείπων κρίκος της αρρήκτου αλυσίδας ψυχής-σώματος-πνεύματος. Χωρίς την ενοχή θα είχαμε χάσει ένα μεγάλο μέρος της δυτικής μεταχριστιανικής λογοτεχνίας. Χωρίς την απαγόρευση του ερωτικού καρπού, θα έχανεν αυτός τη μισή νοστιμιά του.
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ
Μου φαίνεται γελάστηκα και πάλι
στάζαν τα λόγια του υποσχέσεις
φορούσαν χρώματα της Άνοιξης
στο καταχείμωνο της μοναξιάς
με ζέσταναν σαν ήλιος του Γενάρη.
Δε θέλει και πολύ ο άνθρωπος
να γίνει αμυγδαλιά ν’ ανθίσει (σελ. 14 του βιβλίου)
Κι ένα φιλοσοφικό-στοχαστικό ποίημα που μεταφέρει την πικρία της προδοσίας, της απόρριψης, της ματαίωσης των προσδοκιών, των φρούδων ελπίδων, μιας ερωτικής έλξης δίχως ανταπόκριση. Και ποιος δεν έχει βιώσει κάτι τέτοιο; Η ανθρώπινη κωμωδία του ερωτικού κυνηγιού όπως απεικονίζεται ιδιοφυώς στο σαιξπηρικό «Όνειρο θερινής νυκτός» απεικονίζεται εδώ από τον Ευσταθίου σαν γιαπωνέζικη μονοκοντυλιά τοπιογραφίας…
ΤΟ ΑΧΥΡΟ
Χάθηκα, ανεμοστρόβιλος ο έρωτάς σου
με πήρε και με σήκωσε σαν άχυρο ξερό
σ’ ένα ταξίδι μαγικό, ανέλπιστο σχεδόν
και πού να κρατηθώ, έτσι παραδομένος
με πήγαινε ο άνεμος, χωρίς προορισμό
με αίσθηση κυρίαρχη τη θελκτική απάτη
άθροισμα τού τίποτα τα πριν σημαντικά.
Χάθηκα, ανεμοστρόβιλος ο έρωτάς σου
χωρίς καμιάν αντίσταση, σαν άχυρο ξερό
αυτός ο εξαίσιος ίλιγγος, ο φόβος ο γλυκός
την τύχη μου ο εισβολεύς κρατάει, την ορίζει
ερήμην του όλα γίνονται τα τόσα θαυμαστά
μα ευτυχώς αθέατα, μη φοβηθεί κι ο ξένος
για τα πολλά παράδοξα, τη δίψα της ψυχής (σελ. 17)
Στον ανεμοστρόβιλο των παθών, τα «Ανεμοδαρμένα Ύψη» συνηχούν εδώ. Η Έμιλυ Μπροντέ θα μπορούσε να είχε γράψει σήμερα αυτό το ποίημα.
ΘΕΜΑ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ
Ήθελε τόσο να του πει: Μη φύγεις
στα πόδια του να πέσει, να συρθεί
με χέρια ανοιχτά ν’ αρχίσει παρακάλια.
Ήθελε τόσο να φωνάξει: Μείνε λίγο
τα ίδια λόγια πες μου, τα ίδια πάλι
ακόμα μια φορά κι ας είναι ψέματα.
Δεν έβγαλε μιλιά, δεν είπε ούτε λέξη
όχι πως μέτρησε να μην τσαλακωθεί
ήτανε θέμα αισθητικής και τίποτα άλλο (σελ. 19 του βιβλίου)
Κι ένα έμμεσο σχόλιο από έναν γνήσιο εστέτ κατά του φτηνού ή ακριβού μελοδραματισμού μιας πουτσινικής «Μαντάμα Μπάττερφλάι».
Ο ΜΕΓΑΣ ΘΥΜΟΣ
Πέρασα άγριο θυμό, μέγα. Ένιωσα τρόμο
όπως περνάει ο άνθρωπος ένα βαθύ ποτάμι
φορτωμένο από μπόρα δυνατή το καλοκαίρι
κινδύνεψα να βγω στην άλλη όχθη, απέναντι
ώσπου, πιάστηκα από το κλαδί που άπλωσες
όταν από το πουθενά φάνηκε το χέρι σου
το φιλημένο χέρι σου∙ το κοφτερό μαχαίρι (σελίδα 21 του βιβλίου)
Κι εδώ μπαίνουμε στο χώρο της λαϊκής θυμόσοφης στιχοποιΐας. Είναι από εκείνα τα τραγούδια που θα λάτρευε ο Αλσέστ από τον «Μισάνθρωπο» του Μολιέρου. Λένε αυτά που πρέπει χωρίς φιοριτούρες, περιττά επίθετα κι ανώφελες περικοκλάδες. Κατ’ ευθείαν στο στόχο. Ευθύβολος κι Ευθύβουλος ο ποιητής σε αυτό του το πόνημα.
ΤΟ ΠΕΡΙΒΡΑΧΙΟΝΙΟ ΤΗΣ ΛΥΠΗΣ
Το παλιό περιβραχιόνιο της λύπης εφόρεσα
στην καρδιά σαν λεπτή του πένθους κορδέλα
ο προσφιλής εραστής, τόσο ήσυχα έφυγε
στα πόδια το έβαλε, δεν τον πήρα χαμπάρι.
Τώρα, απρόσκλητος επιστρέφει στα όνειρα
φορτωμένος με κόλπα, με τα ίδια χαμόγελα
φιλημένος στο στόμα από αλλότρια χείλη (σελ. 24)
Και φυσικά, το ερωτικό πένθος είναι το χειρότερο απ’ όλα, κακόθυμο, αμφίστομο μαχαίρι, δηλητηριώδες βέλος, καυστικό υγρό, τοξική θύμηση. Όποιος έχει σωθεί αλώβητος μετά από ερωτική κηδεία ας βγει εδώ μπροστά κι ας μιλήσει! Τυχεροί οι ανέραστοι, οι μη ερωτεύσιμοι… και άτυχοι. Γιατί το πιο ηδονικό πράγμα στον έρωτα είναι η λύπη μετά, το πλέον ιδανικό!
ΖΗΤΗΣΑ ΕΛΕΟΣ
Στην Ελευσίνα οι νεραντζιές ανθίζουν τον Απρίλιο
πέρασα έξω από τα κάγκελα με τις αρχαίες πέτρες
σπαράγματα, ό,τι απόμεινε ήταν εκεί, φωτισμένα
δώρο στους περαστικούς της νύχτας, για μια ματιά
ένα ρολόι δέσποζε ψηλά, μετρούσε τους αιώνες
το εκκλησάκι παραδίπλα, η εμμονή των χριστιανών.
Στην Ελευσίνα οι νεραντζιές ανθίζουν τον Απρίλιο
ο αέρας φορτωμένος με αρώματα, λίγος ο κόσμος
μονάχος περπάτησα προς το μέρος της θάλασσας
την άκουσα να έρχεται, όσο πλησίαζα ψιθύριζε σιγά
μου έλεγε λόγια μυστικά, κλεμμένα από τους μύστες
έσκυψα κι άπλωσα τρεμάμενα τα χέρια μου σ’ αυτήν.
Στην Ελευσίνα οι νεραντζιές ανθίζουν τον Απρίλιο
εκεί άφησα πικρά τα δάκρυα να τρέξουν στο νερό
στη θάλασσα είπα όλες τις παιδικές μου προσευχές
της μίλησα για το δικό σου βάσανο, για την πληγή
το ξόδεμα το ανώφελο, αυτή την άγρια λαχτάρα
την ύβρι την παλιά της μάνας μου∙ ζήτησα έλεος.
Στην Ελευσίνα οι νεραντζιές ανθίζουν τον Απρίλιο
μπορεί κι αλλού και σε άλλα μέρη∙ λίγο με νοιάζει (σελ. 26 του βιβλίου)
Κι ο Πόνος καθαρτικός και καθαρτήριος, μας φέρνει μπροστά στην επιτακτική ανάγκη να μυηθούμε στο λογικό σκάνδαλο του Θανάτου ως τέλους αναπόδραστος. Έρως και Θάνατος σοφιλιάζουν και συμφιλιώνονται (μαύρη και λευκή οχιά που ζευγαρώνουν, αξεχώριστες).
Ο ΦΟΒΟΣ ΜΟΥ
Ο μόνος φόβος μου, μην ξεθωριάσουνε τα χρώματα
το κόκκινο της έξαψης, της τρυφερότητας το μωβ
και το ζεστό λευκό, εκείνο της αγκαλιάς στον ύπνο.
Ο μόνος φόβος μου, του χρόνου η τόση βεβαιότητα
πως κάποτε με τον καιρό, θα πάψω να πενθώ για σένα (σελ. 30 του βιβλίου)
Και τότε ο φόβος μετατίθεται σε πιο απτά πράγματα, γήινα, ανεπαίσθητα, ανθρώπινα…
ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ
Τις λέξεις μου με πόση τέχνη περισσή διαλέγω μία-μία
κι αν τύχει να ’ναι λίγο αιχμηρές, εγώ τις στρογγυλεύω
μη σε πονέσω, μη μου φοβηθείς, να μην ανησυχήσεις.
Όλες για σένα τις μαζεύω τρυφερά, μοναδικά πετράδια
αν ήξερες πού σκαρφαλώνω μέρα και νύχτα να τις βρω
σε τι γκρεμούς απάτητους του νου, γυρίζω να τις ψάξω.
Με πόση έγνοια βάζω τις λέξεις στη σειρά, με προσοχή
με τι βιασύνη άλλοτε, όταν ζητάει η ανάγκη να μιλήσει
φεύγει και πέρα πετάει μακριά, φτεροκοπάει η υπομονή.
Κι άλλο δεν έχω πού να κρατηθώ, στις λίγες λέξεις μου,
σ’ αυτές μονάχα. Μα φτάνει κάποτε μια δύσκολη στιγμή
τυλίγονται σα βρόχος στο λαιμό, ζητάνε να με πνίξουν (σελ. 33 του βιβλίου)
Κι ένα ποίημα ποιητικής. Η τεχνική ξεκάθαρη και καθορισμένη. Σοφά υπολογισμένη ειρωνεία, καυστικός αυτοσαρκασμός και μια ουγκιά σάτιρα για τα ανθρώπινα καμώματα.
ΤΟ ΕΛΑΧΙΣΤΟ
Σε ξένα σώματα ξοδεύω κάθε μου περίσσευμα
ό,τι προόριζα για σένα, τώρα το σκορπάω αλλού
στο τέλος, κάτι λίγο μένει πάντοτε, το ελάχιστο
αυτό δεν βρίσκει πρόθυμο κανέναν παραλήπτη (σελ. 36 του βιβλίου)
Η απαραίτητη γείωση. Το ξόδεμα του περισσευάμενου πάθους. Ευλογία και κατάρα. Όνειδος κι εφιάλτης. Τόσον απαραίτητο όμως προκειμένου να διατηρηθεί στη ζωή ο υλικός φορέας του πάσχοντος.
«Σπόνδυλοι» τιτλοφορείται το β’ μέρος αυτού του ποιητικού τριπτύχου που σε έναν και τον αυτόν τόμον στεγάζεται.
ΣΠΟΝΔΥΛΟΙ (σσ. 38-41)
α΄
Τόσες ψυχές που πήρες στο λαιμό σου
βάρος ασήκωτο, πρόσεχε μη βουλιάξεις.
β΄
Με τόσα μυστικά, τόσα μεγάλα ψέματα
ας είμαι εγώ τουλάχιστον το πιο μεγάλο.
γ΄
Έπεα πτερόεντα, λόγια του αέρα, δηλαδή
μα πόσο χάιδευαν γλυκά τ’ αυτιά, τι απαλά!
Κι ιδού τα τρία πρώτα (από τα δέκα) δίστιχα (αλλά ουχί απαραιτήτως και δύστυχα) επιγράμματα.
ΠΑΛΙΑ ΟΦΕΙΛΗ (σσ. 42-85)
στον Κωστάκη μου.
Το τρίτο μέρος στεγάζει κι επιστεγάζεται από κοφτά ποιήματα, «νευρικά», γραμμένα εν βρασμώ ψυχής.
Η ΝΕΑ ΣΠΟΡΑ
Πέρασε κι άναψε του έρωτα φωτιές
ως πέρα έκαψε τη θερισμένη καλαμιά
τ’ αγριόχορτα, μαύρισε κάρβουνο η γη
σύννεφα καπνού σηκώθηκαν πολύ ψηλά
έτοιμο τώρα το χωράφι για τη νέα σπορά
με την πρώτη-πρώτη ψιχάλα τ’ ουρανού
θ’ ανθίσει και πάλι το χαμόγελο, θα δεις (σελ. 85 του βιβλίου)
Έτσι κλείνει αυτή η ερωτική τρίπτυχος βυζαντινή εικονογραφία ενός μυθοποιημένου Έρωτος απρόσωπου και προσωποποιημένου, ανεδαφικού και βιωμένου, αβίωτου και ζησμένου. Πατώντας πάνω στα αρχέτυπα, με όπλο την ειρωνεία και την αποστασιοποίηση, ο ποιητής Γιώργος Ν. Ευσταθίου μεταδίδει τη συγκίνησή (του) αμείωτη από κάθε περιττό λεκτικό ή διανοουμενίστικο στοιχείο.