Ο Ερμής Γαλανός, ένας έφηβος που είναι ήδη γνωστός ηθοποιός, αναγκάζεται να αλλάξει πόλη. Ο πατέρας του και η μητριά του παρουσιάζουν αυτή τη αλλαγή ως χρυσή ευκαιρία για μια νέα αρχή, μια λαμπρή ζωή. Καλή δουλειά, για τον πατέρα, μια όμορφη ολοκαίνουργια πόλη, σπίτι του κουτιού, αυτοκίνητο, νέες τεχνολογίες και ανέσεις για όλους. Πράγματι η «Τρίτη Ευχή», αυτό είναι το όνομα της πόλης, είναι ένα πρότυπο καθαριότητας, τάξης, ασφάλειας και ειρηνικής διαβίωσης των πολιτών. Μόνο που όλα φαίνονται υπερβολικά τακτοποιημένα. Δρόμοι χωρίς ζωή, τοίχοι χωρίς γκράφιτι, πλατείες χωρίς παιδιά. Αφύσικη πόλη. Μήπως είναι η αντιπάθεια που τρέφει ο 16χρονος Ερμής για τη μητριά του ή η νοσταλγία για τους κολλητούς που αναγκάστηκε να αποχωριστεί που κάνουν τα πάντα να φαίνονται τόσο «ξενέρωτα»;

Ο Ερμής δε θα αργήσει να ανακαλύψει ότι η πόλη αυτή είναι ένα μεγάλο πείραμα, έμπνευση του νέου πρωθυπουργού της χώρας Αντώνη Τραμπάλα. Ο Τραμπάλας, που αναδείχθηκε στην εξουσία αξιοποιώντας τον έλεγχο των ΜΜΕ αλλά και την απογοήτευση και την αφέλεια των πολιτών, όχι μόνο υποσχέθηκε ένα λαμπερό και χωρίς σκοτούρες μέλλον, αλλά ξεκινά και μια πιλοτική εφαρμογή του εθνικής εμβέλειας προγράμματός του με την «Τρίτη Ευχή». Στην ουσία πρόκειται για μια πόλη αποκοιμισμένων πολιτών που έχουν ξεχάσει την προηγούμενη ζωή τους και δέχονται με χαρά να ανταλλάξουν τη μνήμη και την κρίση τους για χάρη μιας άνετης ζωής. Όλοι είναι πρόθυμοι να πρωταγωνιστήσουν σε ένα απέραντο reality show που θα τους χαρίσει την πολυπόθητη αναγνωρισιμότητα. Όλα αυτά γίνονται δυνατά χάρη στην τεχνολογία. Μια εμφύτευση ενός μικρού τσιπ στη μύτη και η μνήμη εξαφανίζεται. Ένα αίσθημα ευφορίας και αποδοχής σε κατακλύζει. Δυο έφηβοι μόνο σε όλη την πόλη δεν έχουν αυτό το τσιπάκι: ο Ερμής και η κόρη του Τραμπάλα. Χάρη στην αλλεργική ρινίτιδά τους το τσιπάκι γλίστρησε στο  χαρτομάντιλό τους. Τα δυο παιδιά βλέπουν, κρίνουν, αντιδρούν και αρχίζουν να καταστρώνουν το σχέδιό τους.  Η «Τρίτη Ευχή», και το πείραμα της μετάλλαξης όλων των ανθρώπων σε ζόμπι, πρέπει να ματαιωθεί.

Πολύ ωραίο ως σύλληψη και δέσιμο πλοκής, το μυθιστόρημα καταφέρνει όχι μόνο να κρατήσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη αλλά και να τον κάνει να σκεφτεί τα άλλης μορφής μικροτσίπ που εμφυτεύονται ήδη μέσα μας και μας αποκοιμίζουν. Τα ΜΜΕ που συχνά προβάλλουν το ανούσιο και το light ως είδηση, αποσιωπώντας τα μεγάλα και σημαντικά προβλήματα της ανθρωπότητας και της χώρας. Η αγορά και οι μηχανισμοί της που προβάλλουν την κατανάλωση ως θεραπευτικό μέσο (shopping therapy) και μέσο απόκτησης status. Το σενάριο επιστημονικής φαντασίας που επινόησε η συγγραφέας δεν απέχει και τόσο, όσο φαίνεται εκ πρώτης όψεως, από την πραγματικότητα. Παράλληλα θέματα που χειρίζεται με ευαισθησία η συγγραφέας είναι ο έρωτας, οι σχέσεις πατέρα-γιου, ο πρόωρος θάνατος της μητέρας και ο χειρισμός του κενού που αφήνει πίσω του.

Τέλος δεν δίνεται στην ιστορία αλλά υπόσχεση για συνέχεια σε επόμενο βιβλίο. Ωστόσο το κλείσιμο γίνεται κάπως απότομα και βιαστικά.

Η Χαρά Γιαννακοπούλου έχει μεταφράσει πολλά βιβλία, ενώ η ίδια έχει ήδη εκδώσει  τρία μυθιστορήματα για εφήβους («Λητώ», «Η ιστορία μιας ιστορίας», «Το νησί που ταξιδεύει», «Μπλιαχ») και δυο παραμύθια, το «Παιχνίδι με το πιάνο» και «Η απέραντη μοναξιά» που της χάρισε το βραβείου του Κύκλου Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου.