Η νουάρ εκδοχή της Ιστορίας

Εγένετο Χάμετ και μετά Κέιν και εν συνεχεία Τσάντλερ και Γούλριτς και Μπέρνετ. Και εγένετο Ατιά και Ιζό και Νοζιέρ και ο δικός μας Μαρής. Στη μακρά γενεαλογία της νουάρ λογοτεχνίας, ο Ιταλός Κάρλο Λουκαρέλι (άλλης γενιάς, φυσικά, με τους προαναφερθέντες) δεν είναι… παραπαίδι.

Η «Τριλογία του Φασισμού» είναι ένας φόρος τιμής στους μεγάλους του είδους με την εμπρόθετη επιθυμία του συγγραφέα να μιλήσει και για μια ιδιαζόντως ταραγμένη περίοδο της χώρας του: προ της ανέλιξης του Μουσολίνι στην εξουσία, κατά τη διάρκεια της παντοκρατορίας του, αλλά και για τη μετέπειτα πολιτική αλλοφροσύνη, στα όρια της επικίνδυνης πόλωσης, ανάμεσα σε χριστιανοδημοκράτες και κομμουνιστές.

Η κεντρική φιγούρα των τριών ιστοριών είναι ο αστυνόμος Ντε Λούκα. Αρχετυπική μορφή που φέρει ως ταυτότητα όλα τα οπτικά και θεματικά σύμβολα ενός «αντιήρωα» των ταινιών νουάρ.

Από το Σαλό έως την Μπολόνια ακολουθούμε τον Ντε Λούκα σε ένα ταξίδι κυρίως υπαρξιακό, αστυνομικής πλοκής, γρίφων, καταχωνιασμένων ιστοριών του παρελθόντος που αναφύονται και συγχρωτισμού με μοιραίες γυναίκες. Ο ίδιος είναι μια αδρή περσόνα: κυκλοφορεί μονίμως με ένα αδιάβροχο, τρέφεται ελάχιστα, αντιθέτως πίνει ακατάπαυστα καφέδες και ποτά για να ξεγελάσει το εκνευριστικό ανακάτωμα στο στομάχι του, προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην έννοια του καθήκοντος και στις πιέσεις που δέχεται από το πολιτικό περιβάλλον, σχεδόν νευρωτικός ακόμα και στις λίγες ερωτικές συνευρέσεις του. Μοιάζει με άνθρωπο σχεδόν καταραμένο που κουβαλάει ένα ανυπολόγιστο τραύμα. Τι καλύτερο για έναν πρωταγωνιστή μιας ιστορίας νουάρ;
Εδώ μάλιστα έχουμε τρεις («Εν λευκώ», «Ένα μουντό καλοκαίρι», «Το μπουρδέλο της Οδού Όκε»). Κάθε μια έξοχα γραμμένη από τον Λουκαρέλι, όχι μόνο ως προς την ανέλιξη της ιστορίας που θα οδηγήσει στην ανακάλυψη του δολοφόνου, αλλά και ως προς το πλάσιμο της ιστορικής συνθήκης μέσα στην οποία εγκιβωτίζεται η δράση του Ντε Λούκα.

Είναι φανερό πως ο Λουκαρέλι έχει μελετήσει καλά τον χώρο, τον χρόνο, τα πρόσωπα που δρουν, τις πολιτικές συνθήκες της εποχής. Χρησιμοποιεί το νουάρ προσωπείο για να μιλήσει –αποστασιοποιημένος, πλέον- για τα ταραγμένα χρόνια της Ιταλίας (προ και μετά Ντούτσε).

Τα τελευταία χρόνια, ιδιαιτέρως στην Ιταλία και στη Γαλλία, αναπτύσσεται ένα ρεύμα  συγγραφέων που προέρχονται από ακραίους πολιτικούς χώρους (αριστεριστές, Μαοϊκοί, αναρχικοί) οι οποίοι βρίσκουν καταφυγή στο αστυνομικό μυθιστόρημα. Δίχως να αφίστανται από τις δυνατότητες που παρέχει η πολιτική νουβέλα, προτιμούν τη νουάρ φόρμα για να μελετήσουν τα κοινωνικά φαινόμενα. Ο Λουκαρέλι, εν προκειμένω, είναι μια καλή εκδοχή αυτής της νέας έκφανσης.

Στα τρία μυθιστορήματα, που στην παρούσα έκδοση συνάζονται σε μια έξοχη έκδοση, ο Ντε Λούκα αναζητεί τον δολοφόνο ενός νεαρού Ιταλού με γερμανικές ρίζες που διάγει έκλυτο βίο. Διερευνά την άγρια δολοφονία μιας οικογένειας αγροτών και λαθρεμπόρων, στην οποία εμπλέκονται ακόμα και κομμουνιστές αντιστασιακοί και τέλος μια μυστήρια υπόθεση αυτοκτονίας ενός «αγαπητικού» σε έναν οίκο ανοχής της Μπολόνια, που τελικά αποδεικνύεται καθαρή δολοφονία με πολιτικά κίνητρα.

Το σεξ και η πολιτική ενυπάρχουν και στις τρεις ιστορίες, όπως και η ίντριγκα, οι βυζαντινισμοί, ο εκφυλισμός των θεσμών και οι υπόγειες διαδρομές της εξουσίας που πέφτει και της άλλης που αναδεικνύεται από τα πράγματα. Η «κόκκινη γραμμή» του Ντε Λούκα, πάνω στην οποία περπατάει με αγχωμένα βήματα, είναι το επάγγελμά του. Διατυμπανίζει πως είναι μόνο αστυνομικός και δεν επιθυμεί να ταχθεί ούτε με τους φασίστες ούτε με τους κομμουνιστές. Θύμα, ωστόσο, και ο ίδιος της ταραγμένης περιόδου, στο τέλος καταστρέφεται. Το μεγάλο ποτάμι της Ιστορίας θα τον παρασύρει σαν μικρό κλαδί δέντρου.

Η μετάφραση της τριλογίας από τη Μαρία Σπυριδοπούλου και την Τόνια Τσίτσοβιτς είναι κάτι παραπάνω από επαρκής.