Οστερικά αινίγματα δίχως λύση

Υπάρχουν Μπορχεσιανοί λαβύρινθοι και Καφκικές καταστάσεις, υπάρχουν και Οστερικά αινίγματα που δεν ζητούν μια λυσιτελή ερμηνεία, καθώς είναι φτιαγμένα έτσι ώστε να αναιρούν τον εαυτό τους με τρόπο φαινομενικά ρεαλιστικό, αλλά κατ’ ουσίαν μυστηριακό.

Η «Τριλογία της Νέας Υόρκης» –ίσως το καλύτερο έργο του Πολ Όστερ– είναι τρεις νουβέλες μεγάλης έκτασης που ακροπατούν στη μακρά παράδοση του λεγόμενου αστυνομικού μυθιστορήματος, ωστόσο οι πλάγιες ματιές της γραφής, η διττή ατμόσφαιρα (ενδοσκόπηση και μυστήριο εν ταυτώ), η μοντερνιστική αφήγηση, καθώς και η δόμηση των βασικών χαρακτήρων που ξεφεύγουν από τα αρχέτυπά τους (οι ντετέκτιβ του Όστερ φέρουν μια τραγική εσάνς καλού ψυχολογικού μυθιστορήματος και ελάχιστα μοιάζουν με περσόνες στο στυλ του Χάμετ ή του Τσάντλερ), όλα τούτα μας οδηγούν σε μια μορφή «μετά-αστυνομικού» έργου.

Ο τόπος δράσης είναι η αγαπημένη πόλη του Όστερ: η Νέα Υόρκη, δίχως ωστόσο τα παρελκόμενα της εκκωφαντικής μεγαλοσύνης της. Θαρρεί κανείς και έχει μεταλλαχθεί σε μια πόλη σε σχήμα σπιρτόκουτου ή σε μια σκηνή θεάτρου από όπου περνούν σάρκινοι ήρωες, δραματικές φιγούρες, πλάσματα του νου και φαντάσματα πλασμένα από την ύλη των ανθρώπων.

Πρόκειται για τρεις ιστορίες που η μια οδηγεί στην άλλη –καίτοι εξωτερικά οι αρμοί είναι χαλαροί– υφολογικά, γλωσσικά, αλλά και ουσιαστικά. Επί της ουσίας, οι δύο πρώτες εξηγούν κάποιες πτυχές του ενός και βασικού αινίγματος, δίχως όμως να προσφέρουν μια ασφαλή απάντηση, κάπως έτσι μας οδηγούν αναπόδραστα στην ακροτελεύτια ιστορία της τριλογίας. Εντούτοις, κρίνοντας εν συνόλω, και στις τρεις νουβέλες τα πάντα μένουν ανοιχτά, όλες οι εκδοχές του μυστηρίου επιδέχονται πολλαπλές αναγνώσεις, ένας όμοιος κύκλος περιβάλλει όλους τους ήρωες (ιδού μια ακαριαία σχέση με τον Μπόρχες), ενώ ταυτοχρόνως μια σπίθα παράδοξου ή μιας ψυχολογικής ζάλης που μας παραπέμπει στον Ναθάνιελ Χόθορν (διόλου παράξενο που ο Αμερικανός συγγραφέας, όπως και ο Χέρμαν Μελβιλ, ονομάζεται κάμποσες φορές μέσα στις ιστορίες), έρχεται να προστεθεί.

Ο υψηλός βαθμός ίντριγκας που υπάρχει σε αυτή την τριλογία –ίσως και σε όλη την εργογραφία του Όστερ– πηγάζει από το γεγονός ότι απλώνει πάνω στις λέξεις τον ίλιγγο μιας αστικής μηδαμινότητας ή την τελική ανυπαρξία της ιδιωτικής κατάστασης του ανθρώπου. Ο Όστερ σε αυτή την τριλογία έλκεται περισσότερο από τη λογοτεχνία του 19ου αιώνα, ενώ η συλλογιστική του εκβάλλει  στις όχθες της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας και ήκιστα σε αυτές της σύγχρονης μεταμοντέρνας λογοτεχνίας των ΗΠΑ.

Πρόκειται εντέλει για μια περιδίνηση στα βάθη της ανθρώπινης εμπειρίας ή μια ψυχική κατανομή ανάμεσα στην πραγματικότητα και την ψευδαίσθηση.

Στην πρώτη ιστορία «Γυάλινη Πόλη», ένα λάθος τηλεφώνημα μέσα στην άγρια νύχτα αλλάζει τη ζωή του συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων Ντάνιελ Κούιν. Ένας άγνωστος ζητάει επιμόνως τον… Πολ Όστερ. Το τηλεφώνημα επαναλαμβάνεται μετά από μέρες και τελικά ο Κουίν ενδίδει και μετατρέπεται σε… Πολ Όστερ. Γνωρίζεται με τον μυστηριώδη άνθρωπο που τηλεφωνεί, αναλαμβάνει μια δική του υπόθεση που συνίσταται στην παρακολούθηση κάποιου Στίλμαν. Ο Κουίν έγινε Όστερ για να γίνει στην πραγματικότητα ο Μαξ Γουόρκ, δηλαδή ο ντετέκτιβ που ο ίδιος έχει πλάσει στα βιβλία του. Ο Στίλμαν είναι ο παράφρων πατέρας του ανθρώπου που του τηλεφώνησε και ο οποίος πιστεύει πως κινδυνεύει η ζωή του. Ο ένας ήρωας εισβάλλει στον άλλον, τον καταλαμβάνει, σαν ένα παιχνίδι προσώπων που αλλάζουν. Φέρνει στο νου κάτι από Πόε; Προφανώς!

Στη δεύτερη ιστορία «Φαντάσματα», ο Όστερ προσδίδει στους ήρωες ονόματα-χρώματα. Ο Γουάιτ προσλαμβάνει τον ντετέκτιβ Μπλου να παρακολουθεί τον Μπλακ. Ποιος, όμως, παρακολουθεί ποιον; Για ποιο λόγο; Τι σημασία έχει για τον Μπλου η παρουσία-απουσία του μέντορά του Μπράουν; Σαν ένας πίνακας ψυχεδελικής μορφής, στο τέλος τα χρώματα ενώνονται μεταξύ τους, άρα και οι ήρωες. Ο ένας είναι η αντανάκλαση του άλλου στον καθρέφτη.

Η τρίτη νουβέλα –και πλέον καθοριστική για τη… διαπλάτυνση των δύο προηγούμενων– «Το Κλειδωμένο δωμάτιο», είναι η μόνη που γράφεται σε πρώτο πρόσωπο και, ω του θαύματος, ο πρωταγωνιστής λέγεται Όστερ. Ναι, ο Όστερ γράφει για τον Όστερ δίχως πραγματικά να είναι ο αληθινός Όστερ. Ή, τέλος πάντων, ουδείς μπορεί να είναι σίγουρος σε τούτο τον λαβύρινθο. Όποιος και αν είναι αυτός ο Όστερ καλείται από τη γυναίκα του παιδικού του φίλου Φάνσοου (πρόκειται για φιλία καθοριστική και για τους δύο) να αναλάβει τη διαχείριση των γραπτών του, καθώς ο φίλος του εξαφανίστηκε μυστηριωδώς, ενώ υπάρχουν υπόνοιες ότι έχει πεθάνει.

Ο Όστερ σιγά σιγά περπατάει στα παπούτσια του Φάνσοου, μπαίνει στο σπίτι του, παντρεύεται τη γυναίκα του, υιοθετεί το παιδί του, αναλαμβάνει την έκδοση των χειρογράφων του. Πάνω από όλα, όμως, κρατάει το μυστικό ότι έχει επικοινωνήσει με τον Φάνσοου που αποφάσισε ένα πρωί να εξαφανιστεί, ωσάν να ήταν ένας μανιακός τυχοδιώκτης. Η τελική αναμέτρηση των δύο λαμβάνει χώρα στη Βοστόνη, εκεί όπου η κουρτίνα του σκηνικού τραβιέται και όλα αποκαλύπτονται με τρόπο… συσκοτιστικό και Οστερικό.

Η μετάφραση της Σταυρούλας Αργυροπούλου ξαναφέρνει έναν φρέσκο αέρα στις λέξεις του Όστερ, καθώς οι προηγούμενες εκδοχές έχουν από καιρό παλιώσει.