«Δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά, αυτό λέω εγώ.»

Η Εύα Γκαρθία Σάενθ ντε Ουρτούρι γεννήθηκε στη Βιτόρια της Ισπανίας. Πήρε πτυχίο οπτικής και οπτομετρίας και εργάστηκε αρκετά χρόνια στον τομέα αυτόν, ενώ πρόσφατα έγινε καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Αλικάντε. Είναι παντρεμένη κι έχει δύο παιδιά. Το 2012 το βιβλίο της La saga de los longevos χαρακτηρίστηκε εκδοτικό φαινόμενο, και μεταφράστηκε στα αγγλικά με μεγάλη επιτυχία στις Ηνωμένες Πολιτείες και στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ακολούθησαν τα Los hijos de Adán και Pasaje a Tahití το 2014, και το 2016 ξεκίνησε η θρυλική τριλογία της Λευκής Πόλης. Η σιωπή της λευκής πόλης είναι το πρώτο μέρος της σειράς, που μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο, σε σκηνοθεσία του πολύ γνωστού διεθνώς Ισπανού σκηνοθέτη Daniel Calparsoro.

Είκοσι χρόνια πριν, ο Τάσιο Ορτίθ ντε Θάρατε είχε καταδικαστεί για τις δολοφονίες που τάραξαν την ήρεμη πόλη της Βιτόρια. Ο δίδυμος αδερφός του, Ιγνάτιο, όντας αστυνομικός, τον είχε συλλάβει και τον είχε οδηγήσει στη φυλακή. Είκοσι χρόνια μετά, ο Τάσιο περιμένει να αποφυλακιστεί. Όμως, λίγες ημέρες πριν από την αποφυλάκισή του, ένα ζευγάρι νέων βρίσκεται δολοφονημένο στον Παλαιό Καθεδρικό. Το μοτίβο είναι το ίδιο με τους παλαιότερους φόνους. Πρόκειται για μιμητή ή με κάποιο τρόπο ο Τάσιο έχει οργανώσει αυτούς τους φόνους από τη φυλακή;

Ο Ουνάι Λόπεθ ντε Αγιάλα, αστυνομικός με ειδίκευση στα προφίλ κατά συρροή δολοφόνων, με το προσωνύμιο «Κράκεν», έχει χάσει την έγκυο γυναίκα του. Προσπαθώντας να ορθοποδήσει μέσα στο τέλμα όπου έχει περιπέσει, αγκιστρώνεται στη νέα υπόθεση των φόνων στον Παλαιό Καθεδρικό. Η καινούργια προϊσταμένη του τον ελέγχει διαρκώς, καθώς δεν εγκρίνει τις μεθόδους του. Τα στοιχεία της έρευνας δεν δείχνουν τίποτα περισσότερο από το ότι πρόκειται για συνέχιση των παλαιότερων φόνων. Όμως ο Αγιάλα πρέπει να βρει την άκρη του νήματος πριν ξαναχτυπήσει ο δολοφόνος.

Το βιβλίο είναι γραμμένο σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, από τη σκοπιά του Αγιάλα, ενώ δομείται σε κεφάλαια, κάθε ένα από τα οποία τιτλοφορείται με τις ονομασίες τόπων της ευρύτερης περιοχής της Βιτόρια. Η συγγραφέας υφαίνει σταδιακά και προσεκτικά την πλοκή, εμβαθύνοντας στα ψυχολογικά προφίλ των χαρακτήρων, κάνοντας συχνές αναφορές στο παρελθόν τους. Οι χαρακτήρες είναι άκρως ρεαλιστικοί, ενώ η σκιαγράφησή τους, ως μυθιστορηματικών οντοτήτων, αποτελεί πιθανόν το πιο θετικό στοιχείο του βιβλίου μαζί με την πλοκή. Προς το τέλος του βιβλίου οι ανατροπές διαδέχονται η μία την άλλη, κορυφώνοντας το ενδιαφέρον και απογειώνοντας την εξέλιξη της ιστορίας.

Πρόκειται για ένα βιβλίο που όσο προχωρά η ανάγνωση, τόσο δεν μπορείς να το αφήσεις από τα χέρια σου, αλλά και αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη και μετά το πέρας της ανάγνωσης.