Η διαχείριση της απώλειας και του πόνου που αυτή προκαλεί μπορεί να αποτελέσει και έχει αποτελέσει κατά καιρούς αντικείμενο εργασίας για διάφορες μορφές τέχνης. Το θέμα είναι να εξετάζουμε κάθε φορά το πώς κάθε καλλιτέχνης φιλτράρει δημιουργικά το θέμα του, με τρόπο ώστε να παράγει κάθε φορά ένα αισθητικό αποτέλεσμα.
Ο Μαξ Πόρτερ αγγίζει διά της γραφής του το ευαίσθητο αυτό θέμα με έναν τρόπο διακριτικό, με ένα βλέμμα καίριο και ουσιαστικό. Δεόντως διακειμενικός, συνδιαλέγεται με το «Κοράκι» του Τεντ Χιουζ. Το «Κοράκι» «παίζει» τον ρόλο του μέσα στην ποιητική αυτή σύνθεση, τη διαλογική, θα μπορούσαμε να πούμε ή αλλιώς την πολυφωνική. Και ο ρόλος του είναι ρόλος –κλειδί μέσα σε μια σύνθεση γεμάτη εικόνες, συνειρμούς, διακειμενικές ακροβασίες, νοήματα και ιδέες.
Το «Η θλίψη είναι ένα πράγμα με φτερά» που κυκλοφορεί από τις εκλεκτές εκδόσεις «Πόλις» και σε μετάφραση της έμπειρης Ιωάννας Αβραμίδου είναι το πρώτο βιβλίο του Πόρτερ και έχει σημειώσει τεράστια επιτυχία. Πολλά βραβεία πρώτα πρώτα στην παρθενική αυτή εμφάνιση. Έπειτα το βιβλίο έχει μεταφραστεί σε 29 γλώσσες, αλλά και έχει διασκευαστεί για το θέατρο.
Πρωταγωνιστές, τα μέλη μιας οικογένειας και ένα κοράκι. Η μάνα έχει προσφάτως πεθάνει και ο πατέρας είναι σε κατάσταση σοκ και αμηχανίας. Φίλοι και συγγενείς που είχαν συμπαρασταθεί επέστρεψαν στην καθημερινότητά τους και ο πατέρας πρέπει μονάχος να ανακτήσει τους ρυθμούς του, αλλά και να αντέξει και να συντονίσει την καθημερινότητα. Nα στηρίξει και να καθοδηγήσει τα δύο ορφανά αγόρια.
Ο μπαμπάς λέει (σελ.14):«Αισθανόμουν κρεμασμένος, /σαν άδειο σακί. /Τα παιδιά κοιμόντουσαν. /Έπινα. /Κάπνιζα στριφτά μπροστά στο παράθυρο./[…]» Και παρακάτω: «Είχα την αίσθηση ότι η θλίψη ήταν τετραδιάστατη, αφηρημένη, αμυδρά οικεία. Κρύωνα.»
Ώσπου εισβάλλει το Κοράκι και ξεβολεύει και γεννά ερωτηματικά και διαταράσσει τη θλίψη και γεννά εκκρεμότητες. Τη στιγμή της εισβολής ο άντρας ζει την πιο μεγάλη τραγωδία της ζωής του και πρέπει να έρθει αντιμέτωπος με το Άγνωστο. Ίσως αυτό να είναι και λυτρωτικό, βέβαια. Ίσως το Κοράκι να είναι μια κάποια λύση που θα σημείωνε και ο Καβάφης. «Τι μπορεί να προσφέρει ένα κοράκι σε ένα τσούρμο ανθρώπων που πενθούν; Ένα κουβάρι. Έναν παλμό.»Το Κοράκι μιλάει σαν χείμαρρος, είναι αθυρόστομο, αραδιάζει εντυπώσεις, δηλώνει ότι πιστεύει στη θεραπευτική μέθοδο, σχολιάζει το «χρονικό της πραγματικής επιθανάτιας αγωνίας» του άντρα για τη γυναίκα του. Στη σελ.25 μιλάει το Κοράκι σχετικά με τον ρόλο του στη θλίψη, σε τόνο ειρωνικό. Αυτοσαρκάζεται, δίνει στίγμα. «Σε άλλες εκδοχές είμαι γιατρός ή φάντασμα.[…]Μπορούμε να κάνουμε ό,τι δεν μπορούν να κάνουν /οι άλλοι ήρωες, /να τρώμε τη λύπη για παράδειγμα, /να θάβουμε μυστικά, /ή να κάνουμε ομηρικούς καυγάδες με τη γλώσσα και το θεό. Ήμουν φίλος, δικαιολογία, /deus ex machina, ανέκδοτο, σύμπτωμα, αποκύημα /της φαντασίας, φάσμα, πατερίτσα, παιχνίδι, βρικόλακας, φάρσα, ψυχαναλυτής και μπέιμπι –σίτερ.»
Ίσως πάλι το πένθος να τρέφει το Κοράκι, να το αναζωογονεί, να του κινεί το ενδιαφέρον. Οι άνθρωποι, άλλωστε, μπορεί να του φαίνονται βαρετοί άμα δεν πενθούν, λέει κάπου.
Είναι φοβερός ο τρόπος που ο κάθε ομιλητής-ρόλος μιλάει για την απώλεια. Η κάθε οπτική μας υπενθυμίζει πως η αλήθεια είναι πολλαπλή ακόμα κι όταν μιλάμε για θάνατο. Τι είναι ο θάνατος, μαμά; αναρωτιούνται συχνά τα μικρά παιδιά. Και οι γονείς προσπαθούν να τους το πουν πλαγίως, χρησιμοποιώντας μύθους, ιστορίες ή παραβολές. Και πάλι δεν είναι εύκολο να το συλλάβουν σε μικρές ηλικίες αυτό το Μυστήριο που για όλους φαντάζει Ακατανόητο, όταν το συναντήσουν. Στη σελίδα 23 τα αγόρια λένε:« Ήμασταν μικρά αγόρια με τηλεκατευθυνόμενα/αυτοκινητάκια και σετ με πολύχρωμες σφραγίδες και /ξέραμε πως κάτι είχε συμβεί./Ξέραμε πως δεν μας έδιναν ξεκάθαρη απάντηση όταν ρωτούσαμε “πού είναι η μαμά;»” και ξέραμε, πριν ακόμα μας οδηγήσουν/ στο δωμάτιό μας και μας πουν να καθίσουμε δεξιά και /αριστερά του Μπαμπά μας, πως κάτι είχε αλλάξει./Μαντεύαμε και καταλαβαίναμε ότι άρχιζε μια νέα ζωή/κι εμείς ήμασταν διαφορετικά αγοράκια, ήμασταν νέα/ θαρραλέα αγοράκια δίχως Μαμά. […]»
Ο μπαμπάς κάνει απολογισμούς, κάνει βουτιά στις αναμνήσεις του, δηλώνει πόσο πολύ του λείπει η νεκρή γυναίκα του, που ήταν το πιο αστείο και το πιο υπέροχο πλάσμα στον κόσμο, τονίζοντας πως όλα στη ζωή της έμειναν μισοτελειωμένα με αυτήν την ανατροπή.
Επιζητεί την πρότερη ζωή του. Το πένθος του είναι ακόμα πιο οδυνηρό καθώς σιγά σιγά μαθαίνουμε πως αγαπούσε τη ζωή που είχαν χτίσει μαζί και του λείπει η ίδια. Πολλοί του θίγουν το θέμα του χρόνου, ότι θα τον βοηθήσει να ξεχάσει. Στη σελίδα 48 διαβάζω: «Το όριο ανάμεσα στη φαντασία μου και τον πραγματικό κόσμο ήταν πολύ μικρό, και ο κόσμος μού μιλούσε για λελογισμένο φόρτο εργασίας, και για περίοδο ανάρρωσης και υγιείς εμμονές. Πολλοί μου έλεγαν “χρειάζεσαι χρόνο”, ενώ εγώ χρειαζόμουν Σαίξπηρ, Ιμπν Αραμπί, Σοστακόβιτς, Χάουλιν Γουλφ.»
Το Κοράκι με τις παρεμβάσεις και τους σχολιασμούς του θυμίζει συχνά κορυφαίο από χορό αρχαίας τραγωδίας και τον ίδιο τον χορό που συνδιαλέγεται με όσα συμβαίνουν στους ήρωες και κυρίως αυτά που συμβαίνουν είναι οικεία κακά.
Δυνατή η σκηνή με το ομοίωμα της μάνας που λέει στα παιδιά να δημιουργήσουν. Τα βάζει να ανταγωνιστούν κατά κάποιον τρόπο, ο νικητής θα είναι αυτός που θα φτιάξει το πιο καλό και αληθινό ομοίωμα. Υπάρχει και δελεαστικό, αλλά και επικίνδυνο για το μυαλό βραβείο: «…θα ζωντανέψω το καλύτερο ομοίωμα, μια μητέρα με σάρκα και οστά, που θα σας πηγαίνει για ύπνο το βράδυ.» Ο άνθρωπος επειδή τρελαίνεται στη σκέψη ότι ποτέ πια δεν θα δει το αγαπημένο του πρόσωπο, έχει ανάγκη από την υποστήριξη μιας ψευδαίσθησης. Έστω μιας ψευδαίσθησης! Για να μπορέσει να προχωρήσει! Περνά μοιραία από πολλές διακυμάνσεις κανείς για να ξεπεράσει το πένθος. Η δοκιμασία είναι φοβερή και αποδιοργανώνει το άτομο για να το ανασυνθέσει αργότερα. Με αφορμή τη θλίψη αποδομείται η ίδια η θλίψη εν τέλει και ανυψώνεται σε κάτι φωτεινό.
Ο έμπειρος θλιμμένος άντρας, ο δαίμονας που τρέφεται από τη θλίψη, οι τρεις φωνές, τα προκλητικά σχόλια του πουλιού-γελωτοποιού, του πουλιού-συντρόφου, του πουλιού-παίκτη, η θεατρική δομή των λεγομένων, οι διακυμάνσεις της σκέψης, τα κακά αστεία, τα αλλοπρόσαλλα σχόλια, οι σουρεάλ και έντονες εικόνες, η κομβική αναφορά στη συνάντηση μπαμπά-Τεντ Χιουζ, όλα αυτά και άλλα στοιχειοθετούν ένα πλουραλιστικό και στοχαστικό κείμενο που αναδεικνύει η προσεγμένη μετάφραση. Ίσως ο Πόρτερ να μορφοποίησε υλικό προσωπικό που αφορά στον θάνατο του πατέρα του όταν ο ίδιος ήταν έξι ετών. Μια ωραία αναγνωστική εμπειρία που αμέσως μας κερδίζει.