«Ο θάνατός σου έφερε στην επιφάνεια όσα έκρυβα κάτω απ’ το χαλί πιστεύοντας πως δεν με αφορούν ή πως τα είχα ξεπεράσει. Πολύ περισσότερο ανέτρεψε όσα πίστευα για τη φαινομενικά, και μόνο, συμπαγή ζωή μου. Δεν ήταν απλώς το αποκορύφωμα μιας σειράς απωλειών, για να το πω διαφορετικά, αλλά η αφορμή να αναθεωρήσω ένα σωρό ζητήματα, μαζί και τη στέρεη άποψή μου για σένα» (σελ. 275)

Το τέταρτο βιβλίο του Χρήστου Αστερίου (Αθήνα, 1971) είναι ένα πολύπτυχο βιβλίο. Είναι η ιστορία ενός πετυχημένου συγγραφέα και πρώην κωμικού σε πτώση – και η ιστορία ενός πατέρα που έζησε κρύβοντας το παρελθόν του όντας μετανάστης στο μεγάλο χωνευτήρι των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής και στη Νέα Υόρκη ειδικότερα. Ποιος είναι ο Μάικ και ποιος ήταν ο Νίκος Μπουζιάνης; Θα το μάθουμε σταδιακά μέσα από την αφήγηση του Αστερίου που ξεδιπλώνεται σε τρία μέρη, «Χρονικό μιας πτώσης», «Σημειώσεις για τη ζωή μου» και «Η θεραπεία των αναμνήσεων».

Πενήντα έξι ετών, ο καταξιωμένος συγγραφέας Μάικ Μπουζιάνης καταρρέει ενώπιον κοινού στη διάρκεια μιας εκδήλωσης στη Μουσική Ακαδημία του Μπρούκλιν. Έχει χωρίσει με τη σύζυγό του Λώρα, με την οποία έχουν αποκτήσει μια κόρη που σπουδάζει σε άλλη πολιτεία, και έχει βυθιστεί στο ποτό. Έπειτα από μια περίοδο αποτοξίνωσης η ζωή του θα αρχίσει να ξαναμπαίνει σε μια σειρά μετά τη γνωριμία του με την πολύ νεότερή του Αντιγόνη, ελληνικής καταγωγής επίσης. Ενδιαμέσως, οι επισκέψεις στον ετοιμοθάνατο πατέρα του, από τον οποίο είχε απομακρυνθεί έπειτα από έναν τσακωμό που τον οδήγησε να τα μαζέψει και να φύγει από το σπίτι σε πολύ νεαρή ηλικία, και ο θάνατος του τελευταίου θα ξεκλειδώσουν έναν κόσμο που παρέμενε σχεδόν ερμητικά κλειστός, συμπαγής, ανεξιχνίαστος. Στη διάρκεια αυτής της διαδρομής θα έλθει για πρώτη φορά στην Ελλάδα, θα αναζητήσει πληροφορίες για τον πατέρα του και θα μάθει για τον Ματ Φρατέλο, έναν μουσικό στην μπάντα του αμερικανικού Πολεμικού Ναυτικού, χάρη στον οποίο ο πατέρας του μπόρεσε να παρακολουθήσει την αθηναϊκή συναυλία του Ντίζι Γκιλέσπι, στο Θέατρο Κοτοπούλη/REX , το 1956 (φωτογραφία της οποίας κοσμεί το εξώφυλλο του βιβλίου).

Χαρακτηρίσαμε πιο πάνω το μυθιστόρημα του Χρήστου Αστερίου πολύπτυχο, γιατί κινείται με άνεση σε διάφορα σημεία και χρονικές περιόδους: από συνοικίες της Νέας Υόρκης όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Μάικ (Μιχάλης) Μπουζιάνης και τα περίχωρά της όπου έζησε ο πατέρας του στα τελευταία χρόνια της ζωής του και ζει τώρα ο ίδιος, μέχρι το Ντένβερ του Κολοράντο και το γηροκομείο τρόφιμος του οποίου είναι τώρα ο ανοιακός Φρατέλο και όπου εφαρμόζουν τη «θεραπεία με αναμνήσεις», περνώντας από την Αθήνα και την Κηφισιά∙ κι από το 2015 πίσω στις δεκαετίες του ’60 και του ’70 και μέχρι σήμερα, με μια ενδιάμεση στάση στη Νίσυρο και στον Πειραιά της δεκαετίας του ’50. Καλά κρυμμένα μυστικά αποκαλύπτονται όχι όμως στο σύνολό τους∙ η αυλαία σηκώνεται ίσα ίσα για να φωτίσει κάποια σημεία που είναι απαραίτητα ώστε να ολοκληρωθεί η αφήγηση και να καταδειχθεί η «ευθεία γραμμή του αίματος» (σελ. 294), δηλαδή η ομοιότητα, εντέλει, πατέρα και γιου: ενός σκληρά εργαζόμενου μετανάστη πρώτης γενιάς, ιδιοκτήτη ανθοπωλείου κι ενός εσωστρεφούς γιου που, παρά τον ελαφρύ τραυλισμό του, έγινε κωμικός (τέχνη την οποία πολύ αγάπησε) και τελικά πέτυχε ως συγγραφέας. Η αφήγηση, λιτή, δεν πηγαίνει πολύ σε βάθος, είναι όμως αρκούντως κατατοπιστική (φαίνεται ότι έχει προηγηθεί έρευνα για τα πραγματολογικά στοιχεία της), γενικά ισορροπημένη και, κυρίως, δεν αφήνει κενά, είναι συμπληρωμένη. Η πλοκή επιφυλάσσει εκπλήξεις, συναντάμε ακόμη και το αστυνομικό στοιχείο, ενώ η κινηματογραφικότητα δεν λείπει, όπως δείχνει και το τέχνασμα του τέλους.