Στο βιβλίο πρωταγωνιστούν οι ανθρώπινες σχέσεις στην πιο σύγχρονη, ωμή, γυμνή εκδοχή τους. Δεν υπάρχει τίποτε πεπερασμένο, τίποτε παλιομοδίτικο και αναχρονιστικό, κανένα απομεινάρι από τα παλιά στις 248 σελίδες αυτού του βιβλίου, επειδή ακριβώς η Αθηνά Χατζή, όπως ακριβώς και στα δύο προηγούμενα έργα της, στην «Ελεγεία της Σαπουνόσφουσκας» και στο «La Segrada Familia», επικεντρώθηκε με συνέπεια, ειλικρίνεια και ακρίβεια στην εποχή της. Από τις πρώτες κιόλας σελίδες ο αναγνώστης συνειδητοποιεί ότι αυτό που θα ακολουθήσει δεν είναι απλώς μια μυθιστορηματική ακροβασία, αλλά κατεξοχήν προσέγγιση της σύγχρονης πραγματικότητας ιδωμένης με ιδιαίτερη διεισδυτικότητα. Κύριο χαρακτηριστικό, το βάθος. Η Αθηνά Χατζή λειτουργεί κινηματογραφικά ως ένα βαθμό και ψυχογραφικά ως έναν άλλο, έτσι ώστε οι ιστορίες που διαπλέκονται μέσα στο βιβλίο να εξασφαλίζουν μια μοναδική αρμονία και εξισορρόπηση.
Κομβικό σημείο της ιστορίας, ένα γεγονός που η Χατζή το περιγράφει δίχως να το κατονομάζει, αφήνοντας τον αναγνώστη να συνδέσει το έργο της με μια συγκεκριμένη ιστορική πλέον στιγμή της Αθήνας. Η έμμεση αναφορά της αλλά και ο προβληματισμός που διατυπώνει για τα γεγονότα που επακολούθησαν και ίσως να συνεχίσουν να διαμορφώνουν μια αλυσίδα εξελίξεων έπειτα από την ιστορία του Γρηγορόπουλου, πετυχαίνουν την έξοδο του βιβλίου από μια απλή στοχαστική προσέγγιση της ανθρώπινης συμπεριφοράς κατά τη διαμόρφωση ερωτικών σχέσεων και συνδέει τον έρωτα με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και την εποχή που τις φιλοξενεί και ίσως τις στιγματίζει.
Σε μια κοινωνία λοιπόν αποπροσωποποίησης, απαξίωσης και αποτελμάτωσης οι πέντε ήρωες της Αθηνάς Χατζή προσπαθούν να αυτοπροσδιοριστούν, να ανακαλύψουν τους εαυτούς τους και τις επιθυμίες τους, να κυνηγήσουν τα όνειρα ή, γιατί όχι, τις χίμαιρές τους και να ξεπεράσουν το παρελθόν που λίγο πολύ τους στοιχειώνει. Άλλοτε επηρμένοι από τον εγωισμό που τρέφει η επιτυχία, όπως ο Τάκης που διεκδικεί ένα εισιτήριο στο τρένο της χαμένης του νιότης απομυζώντας νιάτα από τις ερωμένες του, άλλοτε εξεχόντως μοναχικοί, όπως η Άννα που άφησε το χρόνο να κυλήσει σαν την άμμο ανάμεσα στα δάχτυλά της και να χαθεί δίχως εντάσεις, εξάρσεις και έρωτες, άλλοτε χαμένοι σε ένα περιθώριο που εντέλει τους οδηγεί στις ράγες μιας ασφαλούς κοινωνικοποίησης, όπως ο Σίμος που απολαμβάνει να φτιάχνει γκράφιτι στους τοίχους ακόμη και αν τα συνθήματα αφορούν την πιο διαχρονική απόρριψη, εκείνη του έρωτα, και άλλοτε χαμένοι ανάμεσα στα εσφαλμένα που διδάχτηκαν μέσα σε ένα νοσηρό οικογενειακό παρελθόν και στα καινούρια ίσως σωστά μαντάτα που έλαβαν μέσα σε μια πραγματικότητα που τους φοβίζει και εντέλει τους εκπλήσσει, όπως ο Γιάννης, οι ήρωες της Αθηνάς Χατζή είναι προφανώς εμβληματικοί και έχουν συγκεκριμένο προορισμό μέσα στο βιβλίο. Υπάρχουν για να μιλήσουν για μας κι ας δείχνουν ότι απευθύνονται στους εαυτούς τους.
Μέσα από απλές, απτές λεπτομέρειες, μέσα από πράγματα και όχι με κατάχρηση λέξεων η συγγραφέας ψυχογραφεί. Η κουκούλα του Γιάννη, τα φανταχτερά νύχια, το ξανθό μαλλί και το κραγιόν της Νταίζης, η περιθωριακή εμφάνιση του Σίμου, η συντηρητική κοψιά και τα γυαλιά της Άννας, το κομψό ντύσιμο του Τάκη, είναι στοιχεία ταπεινά με μεγαλειώδη όμως ψυχογραφική δυναμική.
Η Αθήνα του σήμερα, με την ανασφάλεια της κινούμενης άμμου, της απρόβλεπτης μεταμόρφωσης, της φωτιάς, των δακρυγόνων και των εντάσεων αποτελεί την ατμόσφαιρα μες στην οποία ψάχνουν αυτοί οι άνθρωποι τις ταυτότητές τους και ταυτόχρονα βιώνουν την απεγνωσμένη αναζήτηση ενός συντρόφου που θα τους επιβεβαιώσει ότι κατάφεραν να γίνουν αυτό που ανέκαθεν πίστευαν πως ήταν: οι άνθρωποι που ονειρεύτηκαν. Και όσο υπάρχει η διάψευση αυτής της συντροφικότητας, τόσο οι ήρωες παραπαίουν σε έρωτες σκοτεινούς και εντέλει μοναχικούς που τους αφαιρούν και δεν τους προσθέτουν στα φορτία ψυχής και γνώσης που κατέκτησαν ώστε να καλύψουν τα κενά που τους τυραννούν.
Γιατί εντέλει η Αθηνά Χατζή εκείνο που επιδιώκει να αναδείξει μέσα σε αυτό το αισιόδοξο κατ’ εμέ μυθιστόρημα αφού όλοι οι ήρωες βρίσκουν στο τέλος μια διέξοδο, είναι το κενό της εποχής, το έλλειμμα συναισθηματικής ασφάλειας και η απεγνωσμένη προσπάθεια του σύγχρονου ανθρώπου να το καλύψει, αφού καταφέρει προηγουμένως να το αποδεχτεί, κοιτώντας τη συναισθηματική γύμνια δίχως φόβο και δίχως πάθος, αγγίζοντας τις πληγές εντέλει της εποχής μας. Η μοναξιά αποτελεί υλικό μέσα στο έργο που η συγγραφέας το μετουσιώνει άλλοτε σε λύση και λυτρωτική αναζήτηση και άλλοτε σε τυραννικό κλοιό από τον οποίο οφείλουν να απαλλαγούν οι ήρωές της.
Η γλώσσα του βιβλίου, επιμελώς ανεπιτήδευτη και με υψηλό βαθμό στοχασμού και συμπύκνωσης, σίγουρα θα κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη όπως η ακόλουθη παράγραφος: «Η τωρινή Νταίζη παρέμενε μια Νταίζη που δεν ζήταγε πολλά. Παρά τη χαρά. Τη χαρά του να γελάει και να συσπάται το πρόσωπό της από χαρά. Γιατί από χαρά συσπώνται τα ζωντανά πρόσωπα. Και οι συσπάσεις γίνονται γραμμές. Γιατί γραμμές κάνουν οι ζωντανοί άνθρωποι. Και οι γραμμές γίνονται ρυτίδες. Γιατί ρυτίδες κάνουν αυτοί που μεγαλώνουν και το χαίρονται».
Η Αθηνά Χατζή με το τρίτο αυτό βιβλίο της σύμφωνα με δική της ομολογία κλείνει μια τριλογία με κοινό ιδεολογικό άξονα την απαξίωση του έρωτα μέσα σε μια κοινωνία άγρια σπαρασσόμενη από βία κάθε είδους, και από ματαιώσεις λόγω οικογενειακής νοσηρότητας ή κοινωνικής κενότητας.
Το βέβαιο πάντως είναι ότι οι προσλαμβάνουσες του βιβλίου είναι πολλές και κάθε αναγνώστης σε όποιο επίπεδο του βιβλίου και να καταφέρει να φτάσει, θα βγει αναμφίβολα ωφελημένος.