Ένας βουλευτής και πρώην –κυρίαρχο– μέλος του συνδικαλιστικού κινήματος. Ένας Αρεοπαγίτης δικαστικός που έχει μάθει να θωπεύεται από τα Μέσα. Ένα άνθρωπος των μίντια, τουτέστιν διαμορφωτής και θεμελιωτής άποψης. Τρεις αρχετυπικές φιγούρες που έλκουν την καταγωγή τους από τη γενιά του Πολυτεχνείου, ως εκ τούτου βίωσαν την απόλυτη ήττα της αριστερής πολιτικής αφήγησης, αλλά κέρδισαν στο πεδίο των οικονομικών τους εξορμήσεων. Με όχημα τα… κονέ τους στα ύπατα αξιώματα του πολιτικού και κοινωνικού παιγνίου, μετήλθαν κάθε μέσο (πλάγιο και άνομο) για να αυγατίσουν τα κέρδη και τη θέση τους σε μια κοινωνία που νοσούσε μέχρι κοκάλου.

«Η τελευταία παράσταση της Μαρίνας Φιλίππου» είναι ένα ηχηρό σχόλιο για τη δράση της ελληνικής ελίτ που γεύτηκε μέχρις εσχάτων τα προνόμια της θέσεώς της δίχως να δώσει λογαριασμό.

Οι τρεις ήρωες, όμως, στο μυθιστόρημα του Γρηγόρη Αζαριάδη πληρώνουν βαρύ τίμημα για τα οικονομικά, πολιτικά και σεξουαλικά (ναι, υπάρχουν και τέτοια) ανομήματά τους. Η τιμωρία τους είναι μια… σφαίρα στο μέτωπο – η πληρωμή για κάθε έγκλημα που είχαν διαπράξει. Και στις τρεις δολοφονίες μια γυναικεία παρουσία κάνει την εμφάνισή της επιτείνοντας το μυστήριο και την αγωνία.

Πολλά χαρτιά είναι ανοιχτά σε αυτό το κλασικό polar. Τα έργα και οι ημέρες των τριών «ηγεμόνων» της σύγχρονης Ελλάδας ξεδιπλώνονται ένα προς ένα. Οι ατασθαλίες τους έρχονται σε γνώση των γυναικών τους, με επιστολές που εστάλησαν από άγνωστο αποστολέα. Μέσω αυτών αντιλαμβάνονται πως οι έκνομες ζωές των ανδρών τους, αποτέλεσαν το δικό τους κολαστήριο, φυσικά εν αγνοία τους. Και οι τρεις γυναίκες είδαν τις ζωές προσφιλών τους προσώπων να γίνονται φύλλο και φτερό, με τους άντρες τους να είναι «ένοχοι του αίματος». Έτσι, με πείσμα και αποφασιστικότητα, βάζουν στόχο να τους εκδικηθούν και το καταφέρνουν.

Τις υποθέσεις των δολοφονιών αναλαμβάνει η αστυνόμος Τρύπη (άλλη μια γυναίκα στο μυθιστόρημα, άλλος ένας νεωτερισμός). Στην προσπάθειά της να διαλευκάνει την υπόθεση πέφτει πάνω σε τοίχους από άλλοθι, αλλά και βούρκους σκανδάλων, οικονομικών ατασθαλιών, σεξουαλικών παρεκτροπών και πολλών άλλων ηχηρών εγκλημάτων. Στο ενδιάμεσο της δράσης η εμφάνιση της ντίβας του θεάτρου Μαρίνας Φιλίππου, μπλέκει ακόμα περισσότερο το κουβάρι της υπόθεσης.

Ο Αζαριάδης, όπως και στο πρώτο του μυθιστόρημα («Παλιοί λογαριασμοί», Γαβριηλίδης 2012), προσπαθεί να ξετυλίξει το κουβάρι της Μεταπολίτευσης αναμειγνύοντας την πολιτική δράση με την κοινωνική παράμετρο και όλα τούτα με την έντονη χροιά της αστυνομικής πλοκής – βρίσκεται δηλαδή στο προνομιακό γήπεδο του polar μυθιστορήματος που έγινε γνωστό με θαυμαστό τρόπο από τον Ιζό και στα μέρη μας από τον Μάρκαρη.

Υπάρχει μπόλικος καταγγελτικός λόγος  στο μυθιστόρημα και μια πρωτοεπίπεδη ανάλυση των κοινωνικών φαινομένων που λειτουργεί επί τη βάσει των αφαιρέσεων. Υπάρχει, όμως, και αρκετή δράση και ένταση που κρατούν τον αναγνώστη μέχρι τέλους. Το μυθιστόρημα έχει στιγμές έντασης και άλλες που… παίζει αμυντικά. Έχει απογειωτικά σημεία και άλλα στα οποία φλερτάρει με τις στερεοτυπίες του λογοτεχνικού είδους που πρεσβεύει.

Όπως ο μαθητής πρέπει να «σκοτώσει» τον δάσκαλό του για να προχωρήσει, έτσι και ο Αζαριάδης είναι ένας συγγραφέας της αστυνομικής λογοτεχνίας εν προόδω, που προσπαθεί να… κάψει τα διαβάσματά του. Αν το καταφέρει, τότε η επόμενη «κατασκευή» του θα απαλλαγεί από τα όποια βαρίδια και θα αφήσει να αναδυθούν στην επιφάνεια όλα εκείνα τα προτερήματα της γραφής του που ομολογουμένως υπάρχουν.

Ακόμα και έτσι, η «Τελευταία παράσταση» αξίζει να διαβαστεί ως ένα σημερινό σχόλιο για την Ελλάδα της κρίσης και τις παθογένειες που μας οδήγησαν σε αυτό το επονείδιστο σημείο κατάπτωσης.