Κύκνειες σκέψεις πριν το ταξίδι

Εν όψει του τέλους

Ο Βίκτωρ Ουγκό γεννήθηκε στη Μπεζανσόν της Γαλλίας το 1802. Ο πατέρας του υπήρξε στρατηγός κατά τους Ναπολεόντειους πολέμους και η μητέρα του ήταν κόρη εφοπλιστή. Έλαβε καθολική και φιλομοναρχική ανατροφή και κέρδισε νέος τη λογοτεχνική αναγνώριση με τις «Ωδές» του. Το 1822 παντρέυτηκε την Αντέλ Φουσέ και απέκτησε τέσσερα παιδιά μαζί της. Το 1841 εκλέχτηκε μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας, αλλά, όταν κατήγγειλε το πραξικόπημα του Ναπολέοντα στο λίβελλό του «Ναπολέων, ο μικρός», αναγκάστηκε να ζήσει στην εξορία. Επέστρεψε στο Παρίσι λίγα χρόνια πριν τον θάνατό του, αλλά δεν συμμετείχε πλέον στον δημόσιο βίο. Πέθανε το 1885, τιμήθηκε ως εθνικός ήρωας και κηδεύτηκε στο Πάνθεον. Τα πιο γνωστά έργα του είναι «Οι Άθλιοι» και «Η Παναγία των Παρισίων».

«Η τελευταία ημέρα ενός θανατοποινίτη» αποτελεί τη μομφή του Ουγκό στην θανατική ποινή. Το βιβλίο παρουσιάζει τις τελευταίες ώρες ενός κρατουμένου, καταδικασμένου σε θάνατο. Ουσιαστικά, ο Ουγκό βυθίζεται στις σκέψεις του ήρωα, στα πρόσωπα και τις εικόνες που διατρέχουν το μυαλό του τις τελευταίες στιγμές. Ξαναζεί νοητά το έγκλημα, τη σύλληψη, τις πρώτες ημέρες στη φυλακή, τις επισκέψεις της οικογένειάς του. Αναπολεί τις όμορφες στιγμές με την κορούλα του, τη γυναίκα του, τα απογεύματα που περπατούσε ελεύθερος στο πάρκο. Πριν προλάβει να ολοκληρώσει το νοερό ταξίδι του, ανοίγει το κελί του και οι φύλακες τον ενημερώνουν ότι έφτασε η ώρα. Τότε οι αναμνήσεις εξαφανίζονται, δίνοντας την θέση τους στο άγχος, τον φόβο και την αίσθηση ότι το οξυγόνο διαρκώς ελαττώνεται.  Τον οδηγούν για λίγο σ’ ένα δωμάτιο με νεοφερμένους κρατουμένους. Προσπαθεί να διατηρήσει την ισορροπία του και ενδόμυχα ελπίζει πως θα φτάσει η χάρη από τον κυβερνήτη. Μάταια όμως. Οδηγούμενος στο ξύλινο παράπηγμα, παλεύει να διατηρήσει την ψυχή του καθάρια από τα πάντα, ώστε να μπορέσει ελεύθερη να φύγει.

Η γραφή του Ουγκό, ιδίως η μυθιστορηματική, είναι εγνωσμένης αξίας. Το συγκεκριμένο κείμενο διαπνέεται από έντονο ρομαντισμό και πίστη στην ελευθερία του ανθρώπου. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση θέτει τον αναγνώστη στο κέντρο της δίνης των σκέψεων του θανατοποινίτη, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, ώστε ο αναγνώστης οικειοποιείται τα συναισθήματα και τις απόψεις του ήρωα. Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε μικρά κεφάλαια, διατηρώντας ακέραια την ένταση και την αγωνία για την τελική έκβαση. Ταυτόχρονα ο Ουγκό σε διάσπαρτα σημεία παρουσιάζει τις απόψεις του σχετικά με την θανατική ποινή και τον ψυχολογικό θάνατο που αυτή επιφέρει πέρα από τον κατάδικο και στα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. Ανεξάρτητα όμως από την υπόθεση του θανατοποινίτη και της ποινή, ο Ουγκό καταδεικνύει με ιδιαίτερα ρομαντικό και ανθρώπινο τρόπο πως το χειρότερο για έναν άνθρωπο είναι να γνωρίζει το τέλος του.

Με την «Τελευταία ημέρα ενός θανατοποινίτη» ο Ουγκό γίνεται ένα αγκάθι στην επιβολή της θανατικής ποινής, που ισχύει ακόμα και σήμερα σε ορισμένες χώρες, αλλά κυρίως καθίσταται θιασώτης της ελευθερίας και της ζωής του ανθρώπου. Η μετάφραση της Αγγέλας Βερυκοκάκη είναι αρκετά καλή, διατηρώντας ακέραιο το ρομαντισμό του κειμένου.