Πάντα ένιωθα άβολα όταν ερχόμουνα αντιμέτωπος με αυτές τις περσίδες στον ουρανό της υψηλής τέχνης της ποιήσεως. Αυτοί οι φευγαλέοι κόκκοι άμμου, που πυρακτώνονται όταν έρχονται σε επαφή με την ατμόσφαιρα του καθρέφτη της συνείδησής μας, γίνονται σύμβολα της ταπεινής, αφηρημένης ύπαρξής μας. Όπως λέει ο Σαίξπηρ δια στόματος του μάγου Πρόσπερου στην «Τρικυμία»: «είμαστε φτιαγμένοι από την ύλη των ονείρων – την ύπαρξή μας ύπνος την περιβάλλει». Ή μήπως θα έπρεπε να πούμε «την καταβάλλει»; Μέσα σε αυτή τη χαοτική πανδαισία, της οποίας αποκτούμε μία εντελώς αποσπασματική κι ελλειμματική (εξ ορισμού) εμπειρία, τι να πούμε για το θαύμα του μεγα-κόσμου που μας περικυκλώνει με την ασύλληπτη ομορφιά του; Μέσα στην κοντινή γειτονιά του Γαλαξία μας, δεν είμαστε –εμείς τα φτωχά ανθρώπινα όντα– , ούτε καν μυρμήγκια, κι όλο μας τα σύμπαν δεν στοιχειοθετεί έναν αμελητέο –έστω–, κόκκο άμμου.
Ο ψυχίατρος και ψυχαναλυτής Νίκος Σιδέρης, είναι κυρίως ποιητής, ακριβώς επειδή έχει συλλάβει μία απειροελάχιστη αντανάκλαση του Απείρου στον σπασμένο καθρέφτη μιας λίμνης, όχι με πανσέληνο, ούτε με υλακές λύκων στον ορίζοντα, αλλά καταμεσήμερο, εκεί που δοξάζεται η λογική και οι σκιές αφανίζονται.
«Αν η αλήθεια και η χάρη βρίσκονταν πέρα από την εμπειρία, τότε η ύπαρξη θα ήταν επίπονη ματαιοπονία. Δεν είναι», αποφαίνεται στον πρόλογο αυτής της συλλογής τεχνουργημάτων που ακολουθούν την παλιά γιαπωνέζικη τέχνη του χαϊκού (ή χάι-κάι, αν προτιμάτε).
Αυτή η θέση του, φιλοσοφική και επιστημονικώς ποιητική, διαπνέει όλο αυτό το «κέντημα» με τα ζευγαρωτά τρίστιχα που συνδιαλέγονται στον κανόνα τού 5-7-5 [πέντε συλλαβές για τον πρώτο στίχο –επτά για τον δεύτερο–, πέντε (κατοπτρικά) για τον τρίτο]. Αυτή η «σκιά σκιάς» ή το «όναρ σκιάς» (για να θυμηθούμε τον Όμηρο και τον Πίνδαρο), είναι αρκετά υψιπετής για να αμφισβητήσει επ’ ολίγον το μεγαλείο τ’ ουρανού και να διατρανώσει το εκμαγείο της σημαίνουσας παροδικότητάς της.
Η προσκαιρότητα του βίου, η ματαιοπονία της σύλληψης του Όλου, η νοσταλγία του μοναδικού εκείνου ωκεάνιου συναισθήματος που βιώνουν τα έμβρυα, οι ερωτευμένοι και οι ποιητές αυτού του κόσμου (όταν κατέχουν το κλειδί της μουσικής και δεν είναι άμουσοι πεζολόγοι φληναφημάτων), η υπέρβαση των παντοειδών ορίων με το Ά-λογο της συνεκδοχής, στέργουν να βρουν στο πόνημα αυτό την πιο καλή τους προσομοίωση.
Ο προσγειωμένος επιστήμων, γνωρίζοντας το ανέφικτο του εγχειρήματος, κλείνει με ένα σύντομο πεζό, που φαντάζει ατελείωτο μετά από τόση αφαίρεση. Κι αφού κι αυτό δεν κρίνεται από τον ίδιο τον ποιητή αρκετό για να πει «τα τελευταία του λόγια» πριν αφήσει την πένα του στο μελανοδοχείο και σβήσει τον υπολογιστή, τότε επιστρατεύει τη λαϊκή σοφία της θείας Μαρίας, που μένει σε ένα «χωριό χαμένο στον χάρτη». Η καλή αυτή γριούλα λέει: «“Τι είμαστε, μάνα μ(ου); Μια δροσιά είμαστε”. Και τα μάτια της έλαμψαν γαλήνια στο φως εκείνης της αλήθειας» (σ. 63).
Όμως, σα να μη φτάνει ούτε αυτό, εις πείσμα τόσων σοφά επιλεγμένων λέξεων, το βιβλίο κλείνει με την εικόνα τ’ ουρανού πάνω από ένα σκοτεινό τοπίο με ένα και μόνο δέντρο. Μήπως φτάσαμε έτσι στην άκρα αφαίρεση τού «Περιμένοντας τον Γκοντό», όπου ο Μπέκετ συμπυκνώνει τη χλωρίδα ενός ολόκληρου πλανήτη σε ένα δέντρο με ένα μόνο πράσινο φύλλο (και την πανίδα σε δυο κουρασμένους παλιάτσους κι ένα παιδί που ολοένα ψεύδεται για έναν θεό που δεν λέει να ξανάρθει);
Τραγικό αλλά όχι απελπισμένο το εγχείρημα του ποιητή Νίκου Σιδέρη. Μοιάζει σα να κραυγάζει σιωπηλά: Υπάρχει η πιθανότητα του αποτελέσματος μόνο αν την αρνηθούμε καιροφυλακτώντας εκείνη τη ρωγμή του ύπνου όπου τα σύννεφα σπάνε κι αφήνουν να φανεί ήλιος ολόλαμπρος.
Ως αντίδωρο, του αφιερώνω αυτό το χαϊκού: Κλείνεις βλέφαρα / Σιωπή στον ορίζοντα / Λύκου υλακή.