Ερωμένη του Νοήματος η Κλεοπάτρα Λυμπέρη σε έναν κόσμο που φαίνεται σαν να έχει χάσει τα λογικά του, εκδηλώνει την ανάγκη υπέρβασης του εαυτού προκειμένου να «συναντηθεί» με τους άλλους. Ας την ακούσουμε. Μιλάει μέσα από την περσόνα του πατέρα: «Εμείς οι εραστές του νοήματος δεν έχουμε άλλη χαρά από εκείνη που μας βυθίζει πιο βαθιά στην κατανόηση του κόσμου, είπε ο πατέρας. Απομένει βέβαια η καρδιά που πάντοτε βραδυπορεί, η καρδιά που χρειάζεται να εκταθεί, να εκταθεί κι άλλο, να τα χωρέσει όλα μέσα της – όχι, δεν είναι ακατόρθωτο. “Το στήθος είναι κάτι που επεκτείνεται”. Το λέω αυτό συχνά στη γυναίκα που ζει μαζί μου, την οποία γνώρισα λίγα χρόνια μετά το τέλος της σχέσης μου με τη Μαριάννα. Της λέω, η αληθινή ζωή, η αληθινή σχέση, είναι αυτή που δεν στηρίζεται στις ψευδαισθήσεις αλλά στις αμοιβαίες διευθετήσεις – στη συνύπαρξη. Οι υπόλοιποι ας συνεχίσουν να ζουν στη φαντασία τους, ας συνεχίζουν να γκεμοτσακίζονται. Γιατί εκείνος που θέλει να καλλιεργήσει το άνθος της ζωής χρειάζεται να παλέψει, χρειάζεται να δώσει κάτι από τον εαυτό του, να κινηθεί έξω από τις ευκολίες και τα μικρά συμφέροντα – όχι, δεν εννοώ την υποδούλωση σε ένα πρόσωπο αλλά τη χαρά να ελευθερώνεσαι από σένα τον ίδιο, πηγαίνοντας προς μια υπέρβαση της φύσης σου, ναι, η τέχνη αυτή θέλει κότσια. Ο χρόνος είναι ένα μέγεθος που παίρνει τη μορφή που θα του δώσεις, είπε ο πατέρας…» (σελ. 97). Διάλεξα αυτό το κομμάτι, γιατί είναι χαρακτηριστικό της δοκιμιακής ποιητικής της Κλεοπάτρας Λυμπέρη, για εμένα που την ξέρω από κοντά και την παρακολουθώ εκ του σύνεγγυς τρεις δεκαετίες τώρα. Δοκιμιακός-ποιητικός είναι και ο πεζός και ο στιχουργικός λόγος της. Διανοούμενη ποιήτρια αλλά όχι και σοφολογιότατη. Είναι ένας από τυπογραφίας φιλόσοφος, μια διαρκής αγωνία, μια διαρκής αναζήτηση της επικοινωνίας με τους άλλους. Αυτή η κατεπείγουσα ανάγκη επικοινωνίας-αναδράσεως φαίνεται και από το moto όλης αυτής της συλλογής ποιητικών πεζών, αρμοδίως και τεχνηέντως συρραμμένων: «Η αφήγηση, λοιπόν. Να αφηγηθώ. Υπάρχει κανείς εκεί να ακούει; Υπάρχει κανείς; Υπάρχει κανείς;». Αυτή η τριπλή επανάληψη αντιστοιχεί ενδεχομένως στον διαχωρισμό της ανθρωπίνης Ολότητος σε σώμα-πνεύμα-ψυχή. Αυτό δεν συμβολίζει και ο πίνακας του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου που διάλεξε να σχολιάσει παντοιοτρόπως, χρησιμοποιώντας τον σαν παλίμψηστο καμβά για τη δική της ποιητική ζωγραφική; Ειρήσθω εν παρόδω ότι η Κλεοπάτρα Λυμπέρη, εκτός από Μουσική, έχει σπουδάσει και Ζωγραφική, ενώ η ενασχόλησή της με τη Φιλοσοφία και την Ιστορία της Τέχνης δεν είχε τον χαρακτήρα της «τυπικής» σπουδής.
Αυτό το φιλοσοφικό δοκίμιο συμπληρώνει τα ποιητικά δοκίμια της Κλεοπάτρας Λυμπέρη, τα επεξηγεί και τα επαυξάνει.
Το σονετοειδές «Ποίημα του Αποχαιρετισμού» των σελίδων 95-96 την αδικεί από πλευράς τεχνοτροπικής.
Η Κλεοπάτρα Λυμπέρη είναι ένα «έργο εν εξελίξει» η ίδια. Ας αφεθεί λοιπόν σε κάποιον να φιλοτεχνήσει το ποιητικό πορτρέτο της. Τι χρειάζεται άλλωστε τόση πολλή νοητική ανάλυση σε μια εποχή που αναζητάει τη λύτρωση στο Ά-λογο;