Η συζήτηση του Θανάση Θ. Νιάρχου με την αγαπημένη συγγραφέα, μεταξύ άλλων, παιδικών-εφηβικών μυθιστορημάτων όπως «Ο Μεγάλος Περίπατος του Πέτρου» και του αυτοβιογραφικού «Με μολύβι φάμπερ νούμερο 2», Άλκη Ζέη, πραγματοποιήθηκε στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά στις 4 Απριλίου του 2016 και κυκλοφόρησε σε ένα μικρό βιβλίο από τις εκδόσεις Μεταίχμιο τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου. Είναι μια συζήτηση ανάμεσα σε δύο ανθρώπους που γνωρίζονται από το 1964, όταν η Άλκη Ζέη, ο σύζυγός της, θεατρικός συγγραφέας και σκηνοθέτης Γιώργος Σεβαστίκογλου και τα δύο παιδιά τους, η Ειρήνη και ο Πέτρος, επιστρέφουν στην Ελλάδα από τη Μόσχα.
Εξορία (έναν χρόνο στη Χίο), αναχωρήσεις, παλιννοστήσεις, συναντήσεις και χωρισμοί της οικογένειας, αυτοεξορία (στο Παρίσι, την περίοδο της δικτατορίας), πολιτική, καλλιτεχνική δημιουργία, ταξίδια, επιστροφές: αυτή είναι η ζωή της Άλκης Ζέη, της «συνισταμένης των ανοησιών της υφηλίου», όπως την αποκάλεσε ένας θείος της που, παρότι δεξιός, της έστελνε λεφτά από την Κρήτη, όταν βρέθηκε στην Ιταλία περιμένοντας δυο χρόνια να εκδοθεί η βίζα από τη Μόσχα για να ξανασμίξει με τον Γιώργο στη Σοβιετική Ένωση.
Ο Σεβαστίκογλου ζούσε από το 1948 στην Τασκένδη, ενώ η Άλκη πήγε εκεί το 1954. Είχαν γνωριστεί όταν τελείωνε το σχολείο, παντρεύτηκαν «ακριβώς γιατί ο Γιώργος είχε πάρει την υποτροφία που έδινε η γαλλική πρεσβεία για να φύγουν από την Ελλάδα, όπως και έφυγαν, πολλοί αριστεροί με το Ματαρόα» (σελ. 13). Απαραίτητες οι παρεμβάσεις του Θανάση Θ. Νιάρχου για να προσδιοριστούν ακριβώς οι χρονολογίες και να δοθεί ένα σαφές περίγραμμα της ζωής της. Πιο ανάλαφρη εκείνη, μιλάει για το πρώτο της βιβλίο, το «Καπλάνι της βιτρίνας», που βγήκε το 1963, έκανε δέκα χρόνια για να «βρει τον δρόμο του» (σελ. 13) και μεταφράστηκε σε τριάντα γλώσσες, απαντά απλά στις ερωτήσεις του χωρίς να υπεκφεύγει, με τη συγκρότηση ενός ανθρώπου που δοκιμάστηκε σε δύσκολες συνθήκες και στην Αριστερά παραμένοντας ένα ελεύθερο πνεύμα.
Αναπόφευκτα σκεφτόμαστε, όσοι δεν είχαμε την τύχη να την ακούσουμε εκείνο το απόγευμα στο δημοτικό θέατρο του Πειραιά, πως η έντυπη αναπαραγωγή μιας συζήτησης ανάμεσα σε δύο πνευματικούς ανθρώπους μας προσφέρει πολλά: μπορεί να είναι μια περιήγηση σε τόπους και ιδέες, ένα ταξίδι στον χρόνο ταυτόχρονα με μια ομαλή επαναφορά στο παρόν και με την ενατένιση του μέλλοντος: «… δεν θέλω να μένω κολλημένη στα παλιά. Το θέμα είναι να πηγαίνουμε μπροστά και έτσι ελπίζω ότι θα υπάρξει στο βάθος του χρόνου κάτι καινούργιο που θα είναι συνδεδεμένο με την παλιά μας νοοτροπία» (σελ.60).