«Την άνοιξη, όταν τ’ άγρια ραδίκια αρχίζουν ν’ ανθίζουν ξανά, το κρασί υφίσταται κάποια ζύμωση. Λες και θυμούνται… Σα να υπήρχε ακόμη το τοπικό τους νεκροταφείο… και τα οστά αναπαύονται εν ειρήνη, θρέφοντας φαντάσματα από αγριοραδίκια, που κανένας δεν ξεριζώνει. Σαν οι πεθαμένοι να επιζούν ακόμη και σε μια μπουκάλα κρασί» (σελ. 169-170).
Ο γεννημένος το 1937 Τόμας Πίντσον είναι Αμερικανός συγγραφέας, αναγνωρισμένος από το αναγνωστικό κοινό όσο και από τους κριτικούς ως ένας από τους κορυφαίους σύγχρονους πεζογράφους. Το 1966 εκδίδει το δεύτερο και συντομότερο από όλα τα έργα του, «Η συλλογή των 49 στο σφυρί». Μαζί με το «V.» (1963) και το «Ουράνιο τόξο της βαρύτητας» (1973) καθιερώνεται στη λογοτεχνία του μεταμοντερνισμού.
Έκτοτε, κυκλοφόρησε έξι βιβλία μέχρι το 2013 τα οποία ήταν αρκετά σε μισό αιώνα συγγραφής για να δημιουργήσουν έναν λογοτεχνικό μύθο γύρω από το όνομά του και τα έργα του, σε συνδυασμό με την αποστροφή του προς τη δημοσιότητα (ελάχιστες φωτογραφίες του υπάρχουν, καθώς και λιγοστές πληροφορίες σχετικά με την προσωπική ζωή και τους τόπους διαμονής του). Σπούδασε μηχανολογία, φυσική και αγγλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Κορνέλ, παρακολούθησε σεμινάρια λογοτεχνίας, εργάστηκε λίγα χρόνια στην εταιρία Μπόινγκ και στη συνέχεια τα ίχνη του χάνονται.
Η μικροαστή Καλιφορνέζα Οιδίπα Μάας, –όπως ο τραγικός μυθολογικός Οιδίποδας– βρίσκεται αντιμέτωπη με πρωτόφαντα διλήμματα και αινιγματικές καταστάσεις οι οποίες θα κινητοποιήσουν τη μοίρα της. Ο μεγιστάνας και πρώην εραστής της, Πιρς Ινβεράριτι, πεθαίνει καθιστώντας την εκτελέστρια της διαθήκης του. Έτσι εκκινείται η κάθοδός της στον «πιντσονικό» κόσμο, η λαβυρινθώδης περιήγησή της σε μια πραγματικότητα στην οποία βασιλεύει η ετερότητα και οι πολυποίκιλες μορφές της εντροπίας και η μεταστοιχείωσή της σε ερμηνεύτρια και μεταφράστρια αμφίσημων κωδίκων και μυστηριωδών συμβόλων. «Σταμάτησε ένα λεπτό ανάμεσα στις σιδηρογραμμές… Συνειδητοποιώντας τη σκληρή, έντονη παρουσία που επίμονα αναζητούσε – ξέροντας, σα να είχαν ανάψει στον ουρανό φωτεινοί χάρτες γι’ αυτήν, πως αυτές οι γραμμές οδηγούσαν σε άλλες και άλλες, ξέροντας ότι στόλιζαν, βάθαιναν, επιβεβαίωναν τη μεγάλη νύχτα γύρω της» (σελ. 276).
Οι άνθρωποι που απαρτίζουν τον κοινωνικό περίγυρο της ηρωίδας αλλάζουν, τα νέα πρόσωπα που γνωρίζει την αποπροσανατολίζουν και συνάμα την αποπλανούν. Έννοιες όπως Σ.Κ.Α.Τ., Τρίστερο ή Τρύστερο και ιερογλυφικά με τραπέζιο, τρίγωνο και κύκλο δοκιμάζουν τις εσχατιές της λογικής της και σφυρηλατούν καινοφανή πολυεπίπεδα ενός ρεαλισμού που μοιάζει μαγικός.
Η αναζήτηση της Οιδίπας είναι το σημαίνον και ο σκοπός της το σημαινόμενο ή μήπως ισχύει το αντίστροφο;
Η συλλογή των 49 στο σφυρί –όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί στην εισαγωγή του ο Δημήτρης Δημητρούλης– θα επιφέρει την πολυπόθητη και προσδοκώμενη Πεντηκοστή ή μία Βαβέλ σημειωτικής; Αυτό που δεν φαίνεται, υπάρχει; Εκτός από το αυτό, το άλλο συνυπάρχει; Η υπαρξιακή προβληματική εμπεριέχει μαθηματικά, ιστορία, μεταφυσική, ηθική και κοινωνικοπολιτική επιστημολογία, μουσική και θέατρο και όλα μαζί και το καθένα ξεχωριστά διατρέχουν το Οιδιπάκι, όπως θα την αποκαλούσε ο σύζυγός της.
Η έμπνευση του συγγραφέα ακολουθεί σαν σκιά τα δημιουργήματά του. Εκείνα είναι που πρωταγωνιστούν και εξελίσσονται, αφήνοντας τις λογοτεχνικές συλλήψεις του Πίντσον σε επικουρικό ρόλο. Αν το Τρίστερο με τη σουρντίνα του και η σαστισμένη Οιδίπα καταλήξουν με τις αντιδράσεις τους στις θεωρητικές, πνευματικές μήτρες του επινοητή τους, θα είναι αποτέλεσμα των συνεπειών της μοίρας τους, και όχι λόγω ενός προμελετημένου λογοτεχνικού πεπρωμένου το οποίο τους επιφυλάσσει ο δημιουργός τους.
Ο αναγνώστης, από την άλλη πλευρά, δε δύναται να διαβάσει απνευστί, ούτε με ένα ρυθμό κανονικότητας τον Πίντσον. Μπορεί όμως να πάρει μία βαθιά ανάσα λογοτεχνικής αφοσίωσης (όμοια με αυτήν στον Τζέιμς Τζόις), και να ανταμειφθεί με τους καρπούς της προσέγγισης της πιντσονικής λογοτεχνικής αίρεσης των φανατικών οπαδών ανά τον κόσμο και της μοναδικής ρητορικής, πυκνής γλώσσας με την οποία τους προσηλυτίζει.
«Έτσι άρχισε για την Οιδίπα το νωχελικό επίβουλο άνθισμα του Τρίστερο… λες κι ένα βύθισμα στην αυγή που κρατά ατέλειωτες σκοτεινές ώρες ήταν πράγματι απαραίτητο πριν το Τρίστερο αποκαλυφθεί στη φοβερή του γύμνια» (σελ. 107).