«Το τελευταίο ταξίδι»

Τα βιβλία του Γάλλου βραβευμένου συγγραφέα Λοράν Γκοντέ –έχει τιμηθεί με τη σημαντικότερη διάκριση στη Γαλλία, το Βραβείο Goncourt− έχουν όλα ένα υπαρξιακό υπόβαθρο. Η αφόρμησή του μπορεί να είναι πολλές φορές ένα ιστορικό γεγονός, αλλά το ζητούμενο και το επιδιωκόμενο είναι η φιλοσοφία και ο προβληματισμός που μεταφέρουν τη σκέψη του αναγνώστη πέρα από τα γνωστά και επιφανειακά, δίνοντάς του μια ευκαιρία να στοχαστεί. Στο ιστορικό του μυθιστόρημα «Η στερνή του συνοδεία», αφορμάται από το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που αποτελεί μια από τις πιο σκοτεινές σελίδες της ιστορίας, για να εξερευνήσει το «είναι» του ανθρώπου:  το θάνατο, τη μέθη, την εξουσία, την αστάθεια της εξουσίας, τις κατακτήσεις, τη διαδοχή, τη βία που έπεται του θανάτου, την αφοσίωση.

Σε επικό ύφος και τόνο ο συγγραφέας ακολουθεί τις τελευταίες στιγμές του μεγάλου στρατηλάτη, για τις οποίες δεν υπάρχουν πολλές ιστορικές πηγές. Κατά τη διάρκεια μιας γιορτής στη Βαβυλώνα, ανάμεσα σε γέλια και μουσική, ο Μέγας Αλέξανδρος καταρρέει από πυρετό. Αυτό που ακολουθεί το θάνατό του είναι ο διαμελισμός της αυτοκρατορίας του. Επώδυνη η αγωνία της διαδοχής. Εγείρεται τότε ένα μεγάλο ζήτημα: η τύχη της σορού του παράλληλα με τις συγκρούσεις και τη διαμάχη των διαδόχων του για την εξουσία και το θρόνο. Μια τεράστια και πλούσια πομπή γύρω από το χρυσό φέρετρό του από πενθούντες οργανώνεται προκειμένου να μεταφέρουν τα λείψανά του. Αλλά σε ποιους ανήκουν; Η Δρύπετη, η κόρη του Δαρείου και χήρα του αδικοχαμένου Ηφαιστίωνα και μια μικρή ομάδα αντιτάσσονται στην έλλειψη σεβασμού απέναντι στα λείψανα του μεγάλου στρατηλάτη. Έτσι, οδηγούν τη σορό του στο βασιλιά των Ναβανάντα, όπως το είχε προετοιμάσει ο Ερικλέοπας, πλαστό πρόσωπο, ο οποίος με τη διαταγή και το σχέδιο του Μακεδόνα ηγέτη σκόπιμα είχε πιαστεί αιχμάλωτος από τους Ωρείτες για να οδηγηθεί στο βασιλιά των Ναβανάντα και είχε θανατωθεί ανακοινώνοντάς του την απειλή του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

«Σε ποιον ανήκεις, Αλέξανδρε; Σ’ εσάς, σύντροφοί μου, που μου μοιάζετε, σ’ εσάς μακρινά μου όνειρα που δεν πραγματοποίησα, αλλά που με στηρίξατε, Σ’ εσένα, Δρύπετη, που μ’ έσωσες από τον τάφο μου, που πέταξες στον καθένα μας μια χούφτα σκόνη κρόκου… Σε ποιον ανήκεις, Αλέξανδρε; Θα τους το πεις εσύ, Δρύπετη… Στους συντρόφους μου που όρμησαν καλπάζοντας στην πεδιάδα και στην αιωνιότητα που ανοίγεται μπροστά μου» (σελ. 189).

Μέσα από τις διάφορες φωνές που αντηχούν ο συγγραφέας περιγράφει το τελευταίο «ταξίδι» του μεγάλου ηγέτη. Η αφήγηση πραγματοποιείται με ένα πρωτότυπο τρόπο, με τρεις αφηγηματικές φωνές, του Αλέξανδρου, του Ερικλέοπα, και της Δρυπέτης, και σε τρεις διαφορετικές χρονικές κλίμακες. Συνδέονται, αλληλοκαλύπτονται ως μια πολυφωνική χορωδία με εσωτερική μουσική αφήγηση. Αυτή η πολυφωνία δημιουργεί μια επική διάσταση. Η έντονη προφορικότητα και οι διάλογοι είναι ένα άλλο στοιχείο της αφήγησης, καθώς επίσης και ο ποιητικός και λυρικός τόνος. Ο στόχος του συγγραφέα δεν είναι να παρέχει ιστορικές λεπτομέρειες, αλλά να αναρωτηθεί για τη ζωή και το θάνατο ενός ανθρώπου με έντονη πολιτική ευφυΐα, που το ενωτικό του όνειρο για μια απέραντη αυτοκρατορία χάνεται όταν πεθαίνει.