Ο τίτλος και το εξώφυλλο παραπέμπουν σε παραμύθι με γοργόνες και μαγικά ραβδάκια, αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα ιστορικό μυθιστόρημα που ζωντανεύει τη νεότερη ελληνική ιστορία, από τη Μικρασιατική Καταστροφή έως τη δεκαετία του ’50.
Παρακολουθούμε δυο φωνές, δυο γενιές, μάνα και κόρη, να αφηγούνται την ιστορία της ζωής τους, από τη χρυσή εποχή της ελληνικής παροικίας στη Σμύρνη έως τη λήξη του Εμφυλίου και την απαρχή της ανασυγκρότησης της σύγχρονης Ελλάδας. Η οικογένειά τους βρίσκεται στο μάτι του κυκλώνα το 1922 στη Σμύρνη. Οι άντρες σκοτώνονται. Οι γυναίκες και τα παιδιά καταφέρνουν να μπούνε σε μια βάρκα για τη Σάμο. Κι εκεί, με μόνη περιουσία τα ρούχα που φοράνε, αρχίζουν από το μηδέν. Σε μια κοινωνία ελληνική αλλά τόσο διαφορετική από αυτή της Σμύρνης. Πολλά τους ενώνουν, πολλά τους χωρίζουν, ιδίως η καχυποψία και η περιφρόνηση των ντόπιων. Τίποτα όμως δεν είναι άσπρο-μαύρο. Υπάρχουν και καλοί άνθρωποι, η ζωή θα ξαναβρεί το δρόμο της, οι γυναίκες θα αγωνιστούν, θα δουλέψουν, θα αγαπήσουν ή θα ζήσουν με αξιοπρέπεια το πένθος τους. Τα παιδιά θα μεγαλώσουν, θα πικραθούν, θα νοσταλγήσουν, θα αγαπήσουν, θα ερωτευτούν, θα ξεχάσουν. Αλλά η πορεία είναι δύσκολη. Κάθε φορά που ο αναγνώστης πάει να πάρει μια ανάσα και να πει «τώρα πια θα ηρεμήσουν, όλα θα πάνε καλά, θα φτάσουμε στο ‘ζήσαν αυτοί καλά..», έρχεται μια νέα συμφορά. Ιταλική και Γερμανική Κατοχή, εκτελέσεις, πείνα, φόβος, βομβαρδισμοί, ανθρωποκυνηγητό στα βουνά, στα λημέρια των ανταρτών, Εμφύλιος, διχασμός ακόμα και μέσα στην ίδια την οικογένεια, προδοσίες, ξεκαθαρίσματα λογαριασμών, ειρήνη με το στανιό, καχυποψία απέναντι στους ηττημένους, εξορία, μια Ελλάδα που χωράει μόνο τους μισούς Έλληνες… Κι όταν τα πράγματα φαίνεται να αρχίζουν να παίρνουν το δρόμο τους, όταν αρχίζει να φαίνεται μια σταθερότητα, μια διάθεση να επουλωθούν οι πληγές, να ξεχαστούν τα μίση, ένας σεισμός έρχεται σαν κέρασμα από τη φύση, σαν υπενθύμιση της ευχής «άμποτε να ‘χαν τελειωμό, τα πάθη κι οι καημοί του κόσμου».
Κλείνοντας το βιβλίο συνειδητοποιείς ότι υπήρξαν άνθρωποι, οι παππούδες μας, που τα έζησαν όλα αυτά σε μια ζωή. Νιώθεις τυχερός που ζεις στη σύγχρονη Ελλάδα, σε μια στέρεη δημοκρατία, σε μια κοινωνία χορτάτη, σχετικά, από «ψωμί, παιδεία και ελευθερία». Σε λίγα χρόνια θα υπάρχουν νέοι που δε θα θυμούνται πώς ήταν η ζωή χωρίς το ίντερνετ και το κινητό τηλέφωνο. Βιβλία σαν τη «Σπηλιά της γοργόνας» είναι πολύτιμα γιατί διατηρούν τη μνήμη ενός παρελθόντος, τόσο πρόσφατου αλλά και τόσο μακρινού. Διατηρούν τη μνήμη με μια βαθιά διάθεση κατανόησης της ανθρώπινης κατάστασης. Με έμφαση σε αυτά που ενώνουν τους ανθρώπους, παρά σε αυτά που τους χωρίζουν. Αλλά και με μια γενναία ματιά στα λάθη στα οποία μπορεί να υποκύπτουν άνθρωποι και λαοί από ματαιοδοξία, μισαλλοδοξία ή απλώς ανοησία. Ανάγλυφοι χαρακτήρες, ενδιαφέρουσα πλοκή, άρωμα της παραδοσιακής ελληνικής υπαίθρου και λεπτομέρειες που συνθέτουν την ατμόσφαιρα της εποχής, σε μια ιστορία που νιώθεις ότι είναι η δική σου ιστορία κι ας μην την έζησες από πρώτο χέρι. Στην πραγματικότητα την έχουμε ζήσει όλοι μέσα από το συλλογικό βίωμα.
Η Λίτσα Ψαραύτη είναι συγγραφέας παιδικής και νεανικής λογοτεχνίας. Το έργο της περιλαμβάνει πάνω από 30 τίτλους και πολλές τιμητικές διακρίσεις: έπαινος από την Ακαδημία Αθηνών για το «Αυγό της έχιδνας», κρατικό βραβείο του υπουργείου Πολιτισμού για «Το Χαμόγελο της Εκάτης», αναγραφή του βιβλίου της «Τα δάκρυα της Περσεφόνης» στον Τιμητικό Πίνακα της ΙΒΒΥ και βραβείο του Πανεπιστημίου της Πάντοβα για «Το διπλό ταξίδι». Ήταν υποψήφια της Ελλάδας για το Διεθνές Βραβείο Άντερσεν 2000. Είναι μέλος του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίο και της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς και μέλος του Δ.Σ. του περιοδικού Διαδρομές. Περισσότερα στην ιστοσελίδα της, www.litsapsarafti.gr